ἀντωνομασία: Difference between revisions
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
(big3_5) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | |||
|Full diacritics=ἀντωνομασία | |||
|Medium diacritics=ἀντωνομασία | |||
|Low diacritics=αντωνομασία | |||
|Capitals=ΑΝΤΟΝΟΜΑΣΙΑ | |||
|Transliteration A=antonomasía | |||
|Transliteration B=antonomasia | |||
|Transliteration C=antonomasia | |||
|Beta Code=a)ntonomasi/a | |||
|Definition=ἡ, [[antonomasia]], <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">use of an epithet, patronymic, or appellative for a proper name, and vice versa</b>, <span class="bibl">Trypho <span class="title">Trop.</span>2.17</span>, Ps.-Plu.<b class="b2">Vita Hom</b>.24; ἀ. καὶ μετάληψις Demetr.Lac.<span class="title">Herc.</span>1014.19,20. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">nomination of his successor by retiring official</b>, POxy.1642.15 (iii A.D.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Gramm., = [[ἀντωνυμία]], <b class="b2">pronoun</b>, or <b class="b2">the use of it</b>, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>2</span>, <span class="bibl">A.D. <span class="title">Pron.</span>4.18</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> Arith., <b class="b2">contrary denomination</b>, <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Ar.</span>1.23</span>.</span> | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0264.png Seite 264]] ἡ, andere Benennung; bei den Rhetoren das Setzen eines Epithetons od. Patronymikons für den Eigennamen. Bei Gramm. das Pronomen u. der Gebrauch desselben. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀντονομασία''': ἡ, ἡ [[χρῆσις]] ἐπιθέτου, πατρωνυμικοῦ ἢ προσηγορικοῦ ἀντὶ τοῦ κυρίου ὀνόματος καὶ τἀνάπαλιν, [[ἀντονομασία]] ἐστὶ [[λόγος]] δι’ ἐπιθέτων ἢ τῶν ὁμοίων αὐτὸ τὸ [[ὄνομα]] τὸ κύριον δηλῶν Ρήτορες (Walz)περὶ τρόπων τ. 8, σ. 723, [[βίος]] Ὁμ. 24. ΙΙ. παρὰ γραμμ. ἡ [[ἀντωνυμία]], ἢ ἡ [[χρῆσις]] αὐτῆς, Λατ. pronominatio, Bast. Γρηγόρ. Κορίνθ. σ. 399. | |||
}} | |||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt= | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀντωνομασία]] Plu.<i>Vit.Hom</i>.24, A.D.<i>Pron</i>.4.18, Cyr.Al.M.76.1421A, Leont.H.<i>Nest</i>.M.86.1637D<br /><b class="num">I</b> [[nombramiento de un sucesor]] por retiro oficial, <i>POxy</i>.1642.15 (III d.C.).<br /><b class="num">II</b> gram.<br /><b class="num">1</b> [[antonomasia]] uso de un epíteto o patronímico en lugar del nombre propio y al revés, Trypho <i>Trop</i>.p.204, Plu.l.c., ἀ. καὶ μετάληψις Demetr.Lac.92, de Cristo εἰς προσώπου ἀντένδειξιν ... καὶ ἀντωνομασίαν Leont.H.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[pronombre]] D.H.<i>Comp</i>.7.7, A.D.<i>Fron</i>.4.18.<br /><b class="num">3</b> [[cambio de nombre]] de Ἄβραμ en [[Ἀβραάμ]] Cyr.Al.l.c.<br /><b class="num">III</b> mat. [[denominación contraria]] Nicom.<i>Ar</i>.1.23.3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἀντονομασία]])<br />[[λεκτικός]] [[τρόπος]] ή [[σχήμα]] της αρχαίας και της [[νέας]] Ελληνικής [[κατά]] τον οποίο [[αντί]] για ένα κύριο ή προσηγορικό όνομα χρησιμοποιείται στον λόγο κάποια [[άλλη]] συνώνυμη ή ισοδύναμη [[λέξη]]: Πηλείδης [[αντί]] Αχιλλεύς, ὦ παῑ Ἱππονίκου = ὦ Καλλία, ο [[γιος]] της Καλογριάς = ο Καραϊσκάκης<br /><b>αρχ.</b><br />η [[αντωνυμία]] ή η [[χρήση]] της. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντονομᾰσία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> рит. антономасия (замена имени эпитетом и т. п.; напр., Πηλείδης вместо [[Ἀχιλλεύς]]);<br /><b class="num">2)</b> грам. местоимение. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:01, 14 January 2019
English (LSJ)
ἡ, antonomasia,
A use of an epithet, patronymic, or appellative for a proper name, and vice versa, Trypho Trop.2.17, Ps.-Plu.Vita Hom.24; ἀ. καὶ μετάληψις Demetr.Lac.Herc.1014.19,20. 2 nomination of his successor by retiring official, POxy.1642.15 (iii A.D.). II Gramm., = ἀντωνυμία, pronoun, or the use of it, D.H.Comp.2, A.D. Pron.4.18. III Arith., contrary denomination, Nicom.Ar.1.23.
German (Pape)
[Seite 264] ἡ, andere Benennung; bei den Rhetoren das Setzen eines Epithetons od. Patronymikons für den Eigennamen. Bei Gramm. das Pronomen u. der Gebrauch desselben.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντονομασία: ἡ, ἡ χρῆσις ἐπιθέτου, πατρωνυμικοῦ ἢ προσηγορικοῦ ἀντὶ τοῦ κυρίου ὀνόματος καὶ τἀνάπαλιν, ἀντονομασία ἐστὶ λόγος δι’ ἐπιθέτων ἢ τῶν ὁμοίων αὐτὸ τὸ ὄνομα τὸ κύριον δηλῶν Ρήτορες (Walz)περὶ τρόπων τ. 8, σ. 723, βίος Ὁμ. 24. ΙΙ. παρὰ γραμμ. ἡ ἀντωνυμία, ἢ ἡ χρῆσις αὐτῆς, Λατ. pronominatio, Bast. Γρηγόρ. Κορίνθ. σ. 399.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀντωνομασία Plu.Vit.Hom.24, A.D.Pron.4.18, Cyr.Al.M.76.1421A, Leont.H.Nest.M.86.1637D
I nombramiento de un sucesor por retiro oficial, POxy.1642.15 (III d.C.).
II gram.
1 antonomasia uso de un epíteto o patronímico en lugar del nombre propio y al revés, Trypho Trop.p.204, Plu.l.c., ἀ. καὶ μετάληψις Demetr.Lac.92, de Cristo εἰς προσώπου ἀντένδειξιν ... καὶ ἀντωνομασίαν Leont.H.l.c.
2 pronombre D.H.Comp.7.7, A.D.Fron.4.18.
3 cambio de nombre de Ἄβραμ en Ἀβραάμ Cyr.Al.l.c.
III mat. denominación contraria Nicom.Ar.1.23.3.
Greek Monolingual
η (Α ἀντονομασία)
λεκτικός τρόπος ή σχήμα της αρχαίας και της νέας Ελληνικής κατά τον οποίο αντί για ένα κύριο ή προσηγορικό όνομα χρησιμοποιείται στον λόγο κάποια άλλη συνώνυμη ή ισοδύναμη λέξη: Πηλείδης αντί Αχιλλεύς, ὦ παῑ Ἱππονίκου = ὦ Καλλία, ο γιος της Καλογριάς = ο Καραϊσκάκης
αρχ.
η αντωνυμία ή η χρήση της.
Russian (Dvoretsky)
ἀντονομᾰσία: ἡ
1) рит. антономасия (замена имени эпитетом и т. п.; напр., Πηλείδης вместо Ἀχιλλεύς);
2) грам. местоимение.