ευτυχής: Difference between revisions

From LSJ
(15)
 
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές και [[εύτυχος]], -η, -ο (ΑΜ [[εὐτυχής]], -ές, Μ και [[εὔτυχος]], -η, -ο)<br />αυτός που έχει ή φέρνει καλή [[τύχη]], αυτός που ευνοείται από την [[τύχη]], ο [[ευτυχισμένος]], ο [[καλότυχος]] (α. «ευτυχές το νέο [[έτος]]» β. «πῶς δ' οὐκ ἐγὼ χαίροιμ' ἃν ἀνδρὸς εὐτυχῆ κλύουσα πρᾱξιν τήνδε, πανδίκῳ φρενί;», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ικανοποιημένος, [[ευχαριστημένος]] από κάποιο [[γεγονός]] («[[είμαι]] [[ευτυχής]] που σέ γνώρισα»)<br /><b>2.</b> (για [[ενέργεια]]) επιτυχημένος, [[σωστός]] («είχε την ευτυχή [[έμπνευση]] να...)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που συνεπάγεται [[ευτυχία]], ο [[τυχερός]], ο γούρικος<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για τον αυτοκράτορα) [[καλότυχος]]<br /><b>2.</b> (για ομιλητή) [[εύστοχος]]<br /><b>3.</b> [[ευχάριστος]]<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[εὐτυχής]]<br />ο [[άρχοντας]], ο [[προύχοντας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐτυχές</i><br />η [[ευτυχία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευτυχώς</i> (ΑΜ εὐτυχῶς)<br /><b>1.</b> με καλή [[τύχη]], με [[ευτυχία]]<br /><b>2.</b> με [[επιτυχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τυχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύχη]] / <i>τυχείν</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>τυχής</i>, <i>δυσ</i>-<i>τυχής</i>].
|mltxt=-ές και [[εύτυχος]], -η, -ο (ΑΜ [[εὐτυχής]], -ές, Μ και [[εὔτυχος]], -η, -ο)<br />αυτός που έχει ή φέρνει καλή [[τύχη]], αυτός που ευνοείται από την [[τύχη]], ο [[ευτυχισμένος]], ο [[καλότυχος]] (α. «ευτυχές το νέο [[έτος]]» β. «πῶς δ' οὐκ ἐγὼ χαίροιμ' ἃν ἀνδρὸς εὐτυχῆ κλύουσα πρᾱξιν τήνδε, πανδίκῳ φρενί;», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ικανοποιημένος, [[ευχαριστημένος]] από κάποιο [[γεγονός]] («[[είμαι]] [[ευτυχής]] που σέ γνώρισα»)<br /><b>2.</b> (για [[ενέργεια]]) επιτυχημένος, [[σωστός]] («είχε την ευτυχή [[έμπνευση]] να...)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που συνεπάγεται [[ευτυχία]], ο [[τυχερός]], ο γούρικος<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για τον αυτοκράτορα) [[καλότυχος]]<br /><b>2.</b> (για ομιλητή) [[εύστοχος]]<br /><b>3.</b> [[ευχάριστος]]<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[εὐτυχής]]<br />ο [[άρχοντας]], ο [[προύχοντας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐτυχές</i><br />η [[ευτυχία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευτυχώς</i> (ΑΜ εὐτυχῶς)<br /><b>1.</b> με καλή [[τύχη]], με [[ευτυχία]]<br /><b>2.</b> με [[επιτυχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τυχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύχη]] / <i>τυχείν</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>τυχής</i>, <i>δυσ</i>-<i>τυχής</i>].
}}
}}

Revision as of 14:15, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ές και εύτυχος, -η, -ο (ΑΜ εὐτυχής, -ές, Μ και εὔτυχος, -η, -ο)
αυτός που έχει ή φέρνει καλή τύχη, αυτός που ευνοείται από την τύχη, ο ευτυχισμένος, ο καλότυχος (α. «ευτυχές το νέο έτος» β. «πῶς δ' οὐκ ἐγὼ χαίροιμ' ἃν ἀνδρὸς εὐτυχῆ κλύουσα πρᾱξιν τήνδε, πανδίκῳ φρενί;», Σοφ.)
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) ικανοποιημένος, ευχαριστημένος από κάποιο γεγονόςείμαι ευτυχής που σέ γνώρισα»)
2. (για ενέργεια) επιτυχημένος, σωστός («είχε την ευτυχή έμπνευση να...)
νεοελλ.-μσν.
αυτός που συνεπάγεται ευτυχία, ο τυχερός, ο γούρικος
μσν.
1. (για τον αυτοκράτορα) καλότυχος
2. (για ομιλητή) εύστοχος
3. ευχάριστος
4. το αρσ. ως ουσ.εὐτυχής
ο άρχοντας, ο προύχοντας
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐτυχές
η ευτυχία.
επίρρ...
ευτυχώς (ΑΜ εὐτυχῶς)
1. με καλή τύχη, με ευτυχία
2. με επιτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τυχης (< τύχη / τυχείν), πρβλ. α-τυχής, δυσ-τυχής].