ἑπτάμηνος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
(1ab)
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἑπτάμηνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί [[επτά]] μήνες («επτάμηνη [[προθεσμία]], [[παράταση]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επτάμηνο</i><br />[[χρονικό]] [[διάστημα]] [[επτά]] μηνών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε τον έβδομο [[μήνα]] [[μετά]] τη σύλληψή του, ο [[εφταμηνίτικος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ἑπτάμηνος]]<br />το επτάμηνο.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἑπτάμηνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί [[επτά]] μήνες («επτάμηνη [[προθεσμία]], [[παράταση]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επτάμηνο</i><br />[[χρονικό]] [[διάστημα]] [[επτά]] μηνών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε τον έβδομο [[μήνα]] [[μετά]] τη σύλληψή του, ο [[εφταμηνίτικος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἑπτάμηνος]]<br />το επτάμηνο.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:35, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑπτάμηνος Medium diacritics: ἑπτάμηνος Low diacritics: επτάμηνος Capitals: ΕΠΤΑΜΗΝΟΣ
Transliteration A: heptámēnos Transliteration B: heptamēnos Transliteration C: eptaminos Beta Code: e(pta/mhnos

English (LSJ)

ον, παιδίον, βρέφος, τέκνον,

   A a seven months' child, Hp.Septim.passim ; τίκτειν τινὰ ἑπτάμηνον, τίκτειν ἑπτάμηνα [τέκνα], Hdt.6.69, cf. Arist.HA584a36.    II ἑπτάμηνος, ἡ, a space of seven months, Placit.5.18.1, cf. IG12(1).53 (Rhodes).

German (Pape)

[Seite 1012] dasselbe, τέκνον, ein Siebenmonatskind, Her. 6, 69; Arist. H. A. 7, 4; ἡ ἑπτάμηνος, Zeit von sieben Monaten, Plut. plac. phil. 5, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπτάμηνος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ γεννηθεὶς τὸν ἕβδομον μῆνα μετὰ τὴν σύλληψιν αὐτοῦ, παιδίον, βρέφος, τέκνον ἑπτάμηνον, «ἑφταμηνίτικον», Ἱππ. 254. 24, κ. ἀλλ.˙ τίκτειν τινὰ ἑπτάμηνον, τίκτειν ἑπτάμηνα τέκνα Ἡρόδ. 6. 69, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 9. ΙΙ. ἑπτάμηνος, ἡ, ἑπτὰ μηνῶν χρονικὸν διάστημα, Πλούτ. 2. 907F.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de sept mois ; ἡ ἑπτάμηνος PLUT durée ou période de sept mois.
Étymologie: ἑπτά, μήν.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἑπτάμηνος, -ον)
1. αυτός που διαρκεί επτά μήνες («επτάμηνη προθεσμία, παράταση»)
2. το ουδ. ως ουσ. το επτάμηνο
χρονικό διάστημα επτά μηνών
αρχ.
1. αυτός που γεννήθηκε τον έβδομο μήνα μετά τη σύλληψή του, ο εφταμηνίτικος
2. το θηλ. ως ουσ.ἑπτάμηνος
το επτάμηνο.

Greek Monotonic

ἑπτάμηνος: -ον (μήν), αυτός που γεννήθηκε τον έβδομο μήνα, εφταμηνίτικος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἑπτάμηνος: рожденный семимесячным, семимесячный (τέκνον Her.).

Middle Liddell

ἑπτά-μηνος, ον [μήν]
born in the seventh month, Hdt.