ἐπιμύλιος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(2)
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιμύλιος]], -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] ή [[κοντά]] στον μύλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη [[μυλόπετρα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιμύλιον</i><br />η [[πάνω]] [[μυλόπετρα]]<br /><b>3.</b> (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>ἡ [[ἐπιμύλιος]] (ᾠδή), <i>τὸ ἐπιμύλιον</i> (ἆσμα)<br />[[τραγούδι]] που τραγουδούσαν [[κατά]] το [[άλεσμα]] τών δημητριακών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[μύλιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] «[[μυλόπετρα]]»)].
|mltxt=[[ἐπιμύλιος]], -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] ή [[κοντά]] στον μύλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη [[μυλόπετρα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιμύλιον</i><br />η [[πάνω]] [[μυλόπετρα]]<br /><b>3.</b> (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ [[ἐπιμύλιος]] (ᾠδή), <i>τὸ ἐπιμύλιον</i> (ἆσμα)<br />[[τραγούδι]] που τραγουδούσαν [[κατά]] το [[άλεσμα]] τών δημητριακών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[μύλιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] «[[μυλόπετρα]]»)].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπιμύλιος:''' (ῠ) мельничная, мукомольная (эпитет Артемиды как хранительницы мельниц) Sext.
|elrutext='''ἐπιμύλιος:''' (ῠ) мельничная, мукомольная (эпитет Артемиды как хранительницы мельниц) Sext.
}}
}}

Revision as of 14:35, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμῠλιος Medium diacritics: ἐπιμύλιος Low diacritics: επιμύλιος Capitals: ΕΠΙΜΥΛΙΟΣ
Transliteration A: epimýlios Transliteration B: epimylios Transliteration C: epimylios Beta Code: e)pimu/lios

English (LSJ)

ον,

   A at or in the mill, epith. of Artemis, S.E.M.9.185.    2. of a millstone, κλάσμα LXXJd.9.53 (s.v.l.).    II. as Subst.,    1. ἐπιμύλιον, τό, the upper millstone, ib.De.24.6.    2. ἐπιμύλιος (sc. ω'δή), ἡ, song sung while grinding, Tryphoap.Ath.14.618d, Ael.VH7.4, Hsch. s.v. ἱμαλίς.

German (Pape)

[Seite 964] zur Mühle gehörig, ᾆσμα Ath. XIV, 618 d, ᾠδή Poll. 4, 53, beim Mahlen auf der Mühle gesungen; vgl. Ael. V. H. 7, 4 u. ἱμαῖος; Artemis heißt so Sext. Emp. adv. phys. 1, 185.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμύλιος: ῠ, ον, (μύλη) πλησίον ἢ ἐντὸς τοῦ μύλου, ἐπίθετον τῆς Ἀρτέμιδος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 185. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) τὸ ἐπιμύλιον, ὁ ἄνω λίθος τοῦ μύλου, ἡ ἐπάνω μυλόπετρα, Ἑβδ. (Δευτ. ΚΔ΄, 6). 2) ἡ ἐπιμύλιος (ἐξυπ. ᾠδή), ᾆσμα ᾀδόμενον κατὰ τὸ ἄλεσμα παρὰ τὰς μυλοπέτρας, ἡ ἐπιμύλιος (ᾠδὴ) καλουμένη, ἣν παρὰ τοὺς ἀλέτους ᾖδον Τρύφων παρ’ Ἀθην. 618D, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 7. 4.

Greek Monolingual

ἐπιμύλιος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται μέσα ή κοντά στον μύλο
αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη μυλόπετρα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιμύλιον
η πάνω μυλόπετρα
3. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ ἐπιμύλιος (ᾠδή), τὸ ἐπιμύλιον (ἆσμα)
τραγούδι που τραγουδούσαν κατά το άλεσμα τών δημητριακών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μύλιος (< μύλη «μυλόπετρα»)].

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμύλιος: (ῠ) мельничная, мукомольная (эпитет Артемиды как хранительницы мельниц) Sext.