ἐπιμύλιος: Difference between revisions
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(2) |
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιμύλιος]], -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] ή [[κοντά]] στον μύλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη [[μυλόπετρα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιμύλιον</i><br />η [[πάνω]] [[μυλόπετρα]]<br /><b>3.</b> (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) | |mltxt=[[ἐπιμύλιος]], -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] ή [[κοντά]] στον μύλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη [[μυλόπετρα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιμύλιον</i><br />η [[πάνω]] [[μυλόπετρα]]<br /><b>3.</b> (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ [[ἐπιμύλιος]] (ᾠδή), <i>τὸ ἐπιμύλιον</i> (ἆσμα)<br />[[τραγούδι]] που τραγουδούσαν [[κατά]] το [[άλεσμα]] τών δημητριακών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[μύλιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] «[[μυλόπετρα]]»)]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιμύλιος:''' (ῠ) мельничная, мукомольная (эпитет Артемиды как хранительницы мельниц) Sext. | |elrutext='''ἐπιμύλιος:''' (ῠ) мельничная, мукомольная (эпитет Артемиды как хранительницы мельниц) Sext. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 14 January 2019
English (LSJ)
ον,
A at or in the mill, epith. of Artemis, S.E.M.9.185. 2. of a millstone, κλάσμα LXXJd.9.53 (s.v.l.). II. as Subst., 1. ἐπιμύλιον, τό, the upper millstone, ib.De.24.6. 2. ἐπιμύλιος (sc. ω'δή), ἡ, song sung while grinding, Tryphoap.Ath.14.618d, Ael.VH7.4, Hsch. s.v. ἱμαλίς.
German (Pape)
[Seite 964] zur Mühle gehörig, ᾆσμα Ath. XIV, 618 d, ᾠδή Poll. 4, 53, beim Mahlen auf der Mühle gesungen; vgl. Ael. V. H. 7, 4 u. ἱμαῖος; Artemis heißt so Sext. Emp. adv. phys. 1, 185.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμύλιος: ῠ, ον, (μύλη) πλησίον ἢ ἐντὸς τοῦ μύλου, ἐπίθετον τῆς Ἀρτέμιδος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 185. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) τὸ ἐπιμύλιον, ὁ ἄνω λίθος τοῦ μύλου, ἡ ἐπάνω μυλόπετρα, Ἑβδ. (Δευτ. ΚΔ΄, 6). 2) ἡ ἐπιμύλιος (ἐξυπ. ᾠδή), ᾆσμα ᾀδόμενον κατὰ τὸ ἄλεσμα παρὰ τὰς μυλοπέτρας, ἡ ἐπιμύλιος (ᾠδὴ) καλουμένη, ἣν παρὰ τοὺς ἀλέτους ᾖδον Τρύφων παρ’ Ἀθην. 618D, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 7. 4.
Greek Monolingual
ἐπιμύλιος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται μέσα ή κοντά στον μύλο
αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη μυλόπετρα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιμύλιον
η πάνω μυλόπετρα
3. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ ἐπιμύλιος (ᾠδή), τὸ ἐπιμύλιον (ἆσμα)
τραγούδι που τραγουδούσαν κατά το άλεσμα τών δημητριακών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μύλιος (< μύλη «μυλόπετρα»)].
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμύλιος: (ῠ) мельничная, мукомольная (эпитет Артемиды как хранительницы мельниц) Sext.