Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επίορκος: Difference between revisions

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris
(13)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίορκος]], -ον)<br />αυτός που δίνει ψεύτικους όρκους («[[καίτοι]] [[σφόδρα]] γ’ εἴσ’ ἐπίορκοι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />αυτός που πάτησε τον όρκο του («ἐπάτησες τὸν ὅρκο σου... κ’ εἶσαι [[ἄπιστος]], ἐφίορκος, στὸν λιζιόν σου, ἀφέντη», Χρον. Mop.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βεβαιώθηκε ψεύτικα με όρκο («εἰ δέ τι τῶνδ’ ἐπίορκον ἐμοὶ θεοὶ ἄλγεα δοῑεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως επίρρ. στη [[φράση]]) «ἐπίορκον [[ὄμνυμι]]» — [[δίνω]] ψεύτικο όρκο, ορκίζομαι [[ψευδώς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιόρκως</i><br />με ψεύτικο όρκο, με τρόπο επίορκο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λόγω της ευρείας διαδόσεως του ρ. [[επιορκώ]] υποστηρίχθηκε ότι το (αρχαίο μεν, [[αλλά]] σπανιότερο) [[επίορκος]] δεν [[είναι]] το αρχικό, [[αλλά]] [[είναι]] [[υποχωρητικός]] (από το [[ρήμα]]) [[σχηματισμός]]. Επομένως, [[επίορκος]] <span style="color: red;"><</span> [[επιορκώ]] <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όρκος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[επιθυμώ]] - [[θυμός]], [[επιχειρώ]] - [[χειρ]]). Κατ’ άλλους, η ομηρική φρ. «επίορκον ομόσσαι» (απ’ όπου το [[επιορκώ]]) αποτελεί εσφαλμένη [[ερμηνεία]] του επικ. «επί δ’ όρκον ομόσσαι» «[[προσθέτω]] επί [[πλέον]] έναν όρκο». Σύμφωνα, [[τέλος]], με [[άλλη]] [[υπόθεση]], [[επίορκος]] [[είναι]] <i>ο επί όρκῳ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>βας</i> &GT; με [[βάση]] το [[χωρίο]] του Αρχιλόχου «<i>εφ</i>’ <i>ορκίοις έβη</i>»].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίορκος]], -ον)<br />αυτός που δίνει ψεύτικους όρκους («[[καίτοι]] [[σφόδρα]] γ’ εἴσ’ ἐπίορκοι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />αυτός που πάτησε τον όρκο του («ἐπάτησες τὸν ὅρκο σου... κ’ εἶσαι [[ἄπιστος]], ἐφίορκος, στὸν λιζιόν σου, ἀφέντη», Χρον. Mop.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βεβαιώθηκε ψεύτικα με όρκο («εἰ δέ τι τῶνδ’ ἐπίορκον ἐμοὶ θεοὶ ἄλγεα δοῑεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως επίρρ. στη [[φράση]]) «ἐπίορκον [[ὄμνυμι]]» — [[δίνω]] ψεύτικο όρκο, ορκίζομαι [[ψευδώς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιόρκως</i><br />με ψεύτικο όρκο, με τρόπο επίορκο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λόγω της ευρείας διαδόσεως του ρ. [[επιορκώ]] υποστηρίχθηκε ότι το (αρχαίο μεν, [[αλλά]] σπανιότερο) [[επίορκος]] δεν [[είναι]] το αρχικό, [[αλλά]] [[είναι]] [[υποχωρητικός]] (από το [[ρήμα]]) [[σχηματισμός]]. Επομένως, [[επίορκος]] <span style="color: red;"><</span> [[επιορκώ]] <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όρκος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[επιθυμώ]] - [[θυμός]], [[επιχειρώ]] - [[χειρ]]). Κατ’ άλλους, η ομηρική φρ. «επίορκον ομόσσαι» (απ’ όπου το [[επιορκώ]]) αποτελεί εσφαλμένη [[ερμηνεία]] του επικ. «επί δ’ όρκον ομόσσαι» «[[προσθέτω]] επί [[πλέον]] έναν όρκο». Σύμφωνα, [[τέλος]], με [[άλλη]] [[υπόθεση]], [[επίορκος]] [[είναι]] <i>ο επί όρκῳ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>βας</i> > με [[βάση]] το [[χωρίο]] του Αρχιλόχου «<i>εφ</i>’ <i>ορκίοις έβη</i>»].
}}
}}

Revision as of 15:15, 15 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίορκος, -ον)
αυτός που δίνει ψεύτικους όρκους («καίτοι σφόδρα γ’ εἴσ’ ἐπίορκοι», Αριστοφ.)
μσν.- νεοελλ.
αυτός που πάτησε τον όρκο του («ἐπάτησες τὸν ὅρκο σου... κ’ εἶσαι ἄπιστος, ἐφίορκος, στὸν λιζιόν σου, ἀφέντη», Χρον. Mop.)
αρχ.
1. αυτός που βεβαιώθηκε ψεύτικα με όρκο («εἰ δέ τι τῶνδ’ ἐπίορκον ἐμοὶ θεοὶ ἄλγεα δοῑεν», Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ. στη φράση) «ἐπίορκον ὄμνυμι» — δίνω ψεύτικο όρκο, ορκίζομαι ψευδώς.
επίρρ...
ἐπιόρκως
με ψεύτικο όρκο, με τρόπο επίορκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λόγω της ευρείας διαδόσεως του ρ. επιορκώ υποστηρίχθηκε ότι το (αρχαίο μεν, αλλά σπανιότερο) επίορκος δεν είναι το αρχικό, αλλά είναι υποχωρητικός (από το ρήμα) σχηματισμός. Επομένως, επίορκος < επιορκώ < επί + όρκος (πρβλ. επιθυμώ - θυμός, επιχειρώ - χειρ). Κατ’ άλλους, η ομηρική φρ. «επίορκον ομόσσαι» (απ’ όπου το επιορκώ) αποτελεί εσφαλμένη ερμηνεία του επικ. «επί δ’ όρκον ομόσσαι» «προσθέτω επί πλέον έναν όρκο». Σύμφωνα, τέλος, με άλλη υπόθεση, επίορκος είναι ο επί όρκῳ < βας > με βάση το χωρίο του Αρχιλόχου «εφορκίοις έβη»].