ζωγραφίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(16)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ζωγραφώ]] (AM ζωγραφῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[αναπαριστάνω]], [[απεικονίζω]] με χρώματα [[πάνω]] σε μια [[επιφάνεια]] πρόσωπα, ζώα ή πράγματα<br /><b>2.</b> [[διακοσμώ]] με εικόνες, [[εικονογραφώ]] («ζωγράφισε το [[βιβλίο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καταγίνομαι]] με τη ζωγραφική<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[περιγράφω]] γραπτώς ή με λόγο [[κάτι]] τόσο ζωηρά και πιστά ώστε ο [[αναγνώστης]] ή ο [[ακροατής]] να το βλέπει σαν σε ζωγραφικό πίνακα, με [[κάθε]] [[λεπτομέρεια]]<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) [[χαρακτηρίζω]], [[ιδίως]] δυσμενώς, κάποιον («τον ζωγράφισε με τα μελανότερα χρώματα»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[φαντάζομαι]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>ζωγραφίζομαι</i><br />(για γυναίκες) ψιμυθιώνομαι, βάφομαι, φτιασιδώνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξωραΐζω]]<br /><b>2.</b> [[συμβολίζω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ζωγραφῶ ἐμαυτὸν [[πρός]] τινα» — [[μιμούμαι]] κάποιον<br /><b>4.</b> [[διευθετώ]], [[διακοσμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζωγραφώ]] <span style="color: red;"><</span> [[ζωγράφος]]. Ο αόρ. <i>εζωγράφησα</i> του [[ζωγραφώ]], ταυτιζόμενος ως [[προς]] την [[προφορά]] του με τον αόρ. τών ρ. σε -<i>ίζω</i>, σχημάτισε υποχωρητικά τ. ενεστ. [[ζωγραφίζω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[σκορπώ]], αόρ. <i>σκόρπησα</i> &GT; [[σκορπίζω]])].
|mltxt=και [[ζωγραφώ]] (AM ζωγραφῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[αναπαριστάνω]], [[απεικονίζω]] με χρώματα [[πάνω]] σε μια [[επιφάνεια]] πρόσωπα, ζώα ή πράγματα<br /><b>2.</b> [[διακοσμώ]] με εικόνες, [[εικονογραφώ]] («ζωγράφισε το [[βιβλίο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καταγίνομαι]] με τη ζωγραφική<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[περιγράφω]] γραπτώς ή με λόγο [[κάτι]] τόσο ζωηρά και πιστά ώστε ο [[αναγνώστης]] ή ο [[ακροατής]] να το βλέπει σαν σε ζωγραφικό πίνακα, με [[κάθε]] [[λεπτομέρεια]]<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) [[χαρακτηρίζω]], [[ιδίως]] δυσμενώς, κάποιον («τον ζωγράφισε με τα μελανότερα χρώματα»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[φαντάζομαι]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>ζωγραφίζομαι</i><br />(για γυναίκες) ψιμυθιώνομαι, βάφομαι, φτιασιδώνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξωραΐζω]]<br /><b>2.</b> [[συμβολίζω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ζωγραφῶ ἐμαυτὸν [[πρός]] τινα» — [[μιμούμαι]] κάποιον<br /><b>4.</b> [[διευθετώ]], [[διακοσμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζωγραφώ]] <span style="color: red;"><</span> [[ζωγράφος]]. Ο αόρ. <i>εζωγράφησα</i> του [[ζωγραφώ]], ταυτιζόμενος ως [[προς]] την [[προφορά]] του με τον αόρ. τών ρ. σε -<i>ίζω</i>, σχημάτισε υποχωρητικά τ. ενεστ. [[ζωγραφίζω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[σκορπώ]], αόρ. <i>σκόρπησα</i> > [[σκορπίζω]])].
}}
}}

Revision as of 15:20, 15 January 2019

Greek Monolingual

και ζωγραφώ (AM ζωγραφῶ, -έω)
1. αναπαριστάνω, απεικονίζω με χρώματα πάνω σε μια επιφάνεια πρόσωπα, ζώα ή πράγματα
2. διακοσμώ με εικόνες, εικονογραφώ («ζωγράφισε το βιβλίο»)
νεοελλ.
1. καταγίνομαι με τη ζωγραφική
2. μτφ. α) περιγράφω γραπτώς ή με λόγο κάτι τόσο ζωηρά και πιστά ώστε ο αναγνώστης ή ο ακροατής να το βλέπει σαν σε ζωγραφικό πίνακα, με κάθε λεπτομέρεια
β) (για πρόσ.) χαρακτηρίζω, ιδίως δυσμενώς, κάποιον («τον ζωγράφισε με τα μελανότερα χρώματα»)
3. μτφ. φαντάζομαι κάτι
4. μέσ. ζωγραφίζομαι
(για γυναίκες) ψιμυθιώνομαι, βάφομαι, φτιασιδώνομαι
αρχ.
1. εξωραΐζω
2. συμβολίζω
3. φρ. «ζωγραφῶ ἐμαυτὸν πρός τινα» — μιμούμαι κάποιον
4. διευθετώ, διακοσμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωγραφώ < ζωγράφος. Ο αόρ. εζωγράφησα του ζωγραφώ, ταυτιζόμενος ως προς την προφορά του με τον αόρ. τών ρ. σε -ίζω, σχημάτισε υποχωρητικά τ. ενεστ. ζωγραφίζω (πρβλ. σκορπώ, αόρ. σκόρπησα > σκορπίζω)].