καινούργιος: Difference between revisions
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
(18) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[καινούριος]], -α, -ο (AM [[καινούργιος]], -ία, -ον)<br /><b>1.</b> [[νέος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κατασκευαστεί πρόσφατα, [[αμεταχείριστος]] («καινούργιο [[σπίτι]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «τί καινούργια;» — τί νεώτερα;<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «καινούργιο [[κοσκινάκι]] μου και πού να σέ κρεμάσω» — για ανθρώπους που δείχνουν εξαιρετική [[αγάπη]] και [[περιποίηση]] για [[κάτι]] καινούργιο που απέκτησαν<br />(νεοελ.-μσν.) αυτός που γίνεται [[γνωστός]] ή που εμφανίζεται για πρώτη [[φορά]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παράξενος]], [[αλλόκοτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καιν</i>-<i>ουργός</i> [[κατά]] τα [[ίσος]] | |mltxt=και [[καινούριος]], -α, -ο (AM [[καινούργιος]], -ία, -ον)<br /><b>1.</b> [[νέος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κατασκευαστεί πρόσφατα, [[αμεταχείριστος]] («καινούργιο [[σπίτι]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «τί καινούργια;» — τί νεώτερα;<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «καινούργιο [[κοσκινάκι]] μου και πού να σέ κρεμάσω» — για ανθρώπους που δείχνουν εξαιρετική [[αγάπη]] και [[περιποίηση]] για [[κάτι]] καινούργιο που απέκτησαν<br />(νεοελ.-μσν.) αυτός που γίνεται [[γνωστός]] ή που εμφανίζεται για πρώτη [[φορά]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παράξενος]], [[αλλόκοτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καιν</i>-<i>ουργός</i> [[κατά]] τα [[ίσος]]> [[ίσιος]], [[ορθός]] > <i>όρθιος</i>. Λόγω της ετυμολ. προελεύσεως της λ. ορθότερη [[είναι]] η [[γραφή]] με -<i>γ</i>-]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 15 January 2019
English (LSJ)
α, ον,
A newly made, Sammelb. 7033.44 (V A. D.), Gloss.; Χύτρα Aët.8.6.
Greek (Liddell-Scott)
καινούργιος: -α, -ον, ὡς καὶ νῦν, καινούργιος, νέος, χύτρα Ἀέτ. 8. 6, σ. 150Β, 50, Νικήτ. Χρον. σ. 242D· ἰγδίον καινούργιον Ὀρνεοσόφ. σ. 205.
Greek Monolingual
και καινούριος, -α, -ο (AM καινούργιος, -ία, -ον)
1. νέος
2. αυτός που έχει κατασκευαστεί πρόσφατα, αμεταχείριστος («καινούργιο σπίτι»)
νεοελλ.
1. φρ. «τί καινούργια;» — τί νεώτερα;
2. παροιμ. «καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σέ κρεμάσω» — για ανθρώπους που δείχνουν εξαιρετική αγάπη και περιποίηση για κάτι καινούργιο που απέκτησαν
(νεοελ.-μσν.) αυτός που γίνεται γνωστός ή που εμφανίζεται για πρώτη φορά
μσν.
παράξενος, αλλόκοτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καιν-ουργός κατά τα ίσος> ίσιος, ορθός > όρθιος. Λόγω της ετυμολ. προελεύσεως της λ. ορθότερη είναι η γραφή με -γ-].