ειρηνικός: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(10) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[εἰρηνικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ειρήνη]] («ειρηνική [[περίοδος]]», «[[ειρηνικός]] [[βίος]]», «ειρηνικά έργα», «... εἰρηνικὰ τὰ [[τέλη]] τῆς ζωῆς ἡμῶν»)<br /><b>2.</b> όποιος συντελεί στην [[ειρήνη]] ή στην [[ειρήνευση]] («ειρηνικές προσπάθειες»)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ εἰρηνικά</i> (ή [[συναπτή]])<br />προτροπές του διακόνου ή του ιερέα [[προς]] τους πιστούς να προσευχηθούν με συγκεκριμένα αιτήματα [[προς]] τον Θεό (προτάσσεται η [[φράση]]: «ἐν εἰρήνῃ | |mltxt=-ή, -ό (AM [[εἰρηνικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ειρήνη]] («ειρηνική [[περίοδος]]», «[[ειρηνικός]] [[βίος]]», «ειρηνικά έργα», «... εἰρηνικὰ τὰ [[τέλη]] τῆς ζωῆς ἡμῶν»)<br /><b>2.</b> όποιος συντελεί στην [[ειρήνη]] ή στην [[ειρήνευση]] («ειρηνικές προσπάθειες»)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ εἰρηνικά</i> (ή [[συναπτή]])<br />προτροπές του διακόνου ή του ιερέα [[προς]] τους πιστούς να προσευχηθούν με συγκεκριμένα αιτήματα [[προς]] τον Θεό (προτάσσεται η [[φράση]]: «ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> <i>ἡ εἰρηνική</i> ([[επιστολή]]), <i>τὸ εἰρηνικόν</i> ([[γράμμα]]), <i>τὰ εἰρηνικά</i> (γράμματα)<br />επιστολές [[μεταξύ]] πατριαρχών και άλλων αρχιερέων σε σπουδαίες περιστάσεις ή έγγραφη [[χορήγηση]] άδειας από αρχιερέα σε κληρικό που μεταβαίνει σε [[άλλη]] [[επισκοπή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χωρίς]] πόλεμο, [[διένεξη]] ή δικαστική [[διαμάχη]] («ειρηνική [[επίλυση]] διαφορών»)<br /><b>μσν.</b><br />(για τον καιρό) [[γαλήνιος]], [[ήσυχος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:20, 15 February 2019
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM εἰρηνικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ειρήνη («ειρηνική περίοδος», «ειρηνικός βίος», «ειρηνικά έργα», «... εἰρηνικὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν»)
2. όποιος συντελεί στην ειρήνη ή στην ειρήνευση («ειρηνικές προσπάθειες»)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εἰρηνικά (ή συναπτή)
προτροπές του διακόνου ή του ιερέα προς τους πιστούς να προσευχηθούν με συγκεκριμένα αιτήματα προς τον Θεό (προτάσσεται η φράση: «ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν»)
4. φρ. ἡ εἰρηνική (επιστολή), τὸ εἰρηνικόν (γράμμα), τὰ εἰρηνικά (γράμματα)
επιστολές μεταξύ πατριαρχών και άλλων αρχιερέων σε σπουδαίες περιστάσεις ή έγγραφη χορήγηση άδειας από αρχιερέα σε κληρικό που μεταβαίνει σε άλλη επισκοπή
νεοελλ.
χωρίς πόλεμο, διένεξη ή δικαστική διαμάχη («ειρηνική επίλυση διαφορών»)
μσν.
(για τον καιρό) γαλήνιος, ήσυχος.