αποσχίζω: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κ. -[[σκίζω]] (AM [[ἀποσχίζω]])<br /><b>1.</b> [[σχίζω]], [[αποσπώ]] βίαια, [[αποχωρίζω]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) αποχωρίζομαι, αποσπώμαι ([[κυρίως]] από την Εκκλησία), [[γίνομαι]] [[σχισματικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκίζω]] εντελώς, [[ολοκληρώνω]] το [[σκίσιμο]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[μεταβαίνω]] από μια [[πολιτική]] [[παράταξη]] σε [[άλλη]], [[αποσκιρτώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀποσχίζω]] τινὰ | |mltxt=κ. -[[σκίζω]] (AM [[ἀποσχίζω]])<br /><b>1.</b> [[σχίζω]], [[αποσπώ]] βίαια, [[αποχωρίζω]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) αποχωρίζομαι, αποσπώμαι ([[κυρίως]] από την Εκκλησία), [[γίνομαι]] [[σχισματικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκίζω]] εντελώς, [[ολοκληρώνω]] το [[σκίσιμο]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[μεταβαίνω]] από μια [[πολιτική]] [[παράταξη]] σε [[άλλη]], [[αποσκιρτώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀποσχίζω]] τινὰ τοῦ λόγου» — [[διακόπτω]] κάποιον που μιλά. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:20, 15 February 2019
Greek Monolingual
κ. -σκίζω (AM ἀποσχίζω)
1. σχίζω, αποσπώ βίαια, αποχωρίζω
2. (-ομαι) αποχωρίζομαι, αποσπώμαι (κυρίως από την Εκκλησία), γίνομαι σχισματικός
νεοελλ.
1. σκίζω εντελώς, ολοκληρώνω το σκίσιμο
2. (-ομαι) μεταβαίνω από μια πολιτική παράταξη σε άλλη, αποσκιρτώ
αρχ.
φρ. «ἀποσχίζω τινὰ τοῦ λόγου» — διακόπτω κάποιον που μιλά.