καταπίστωσις: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
(nl)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταπίστωσις]], ἡ (Α) [[καταπιστοῡμαι]]<br />[[διαβεβαίωση]], [[εγγύηση]] ή [[υπόσχεση]] πίστεως.
|mltxt=[[καταπίστωσις]], ἡ (Α) [[καταπιστοῦμαι]]<br />[[διαβεβαίωση]], [[εγγύηση]] ή [[υπόσχεση]] πίστεως.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:30, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπίστωσις Medium diacritics: καταπίστωσις Low diacritics: καταπίστωσις Capitals: ΚΑΤΑΠΙΣΤΩΣΙΣ
Transliteration A: katapístōsis Transliteration B: katapistōsis Transliteration C: katapistosis Beta Code: katapi/stwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A assurance, pledge of faith, καταπιστώσεις ποιεῖσθαι, of lovers, Arist.Fr.97, cf. Plu.2.258b.

German (Pape)

[Seite 1370] ἡ, Verbürgung, Versicherung, καταπιστώσεις ποιεῖσθαι Plut. Pelop. 18.

Greek (Liddell-Scott)

καταπίστωσις: -εως, ἡ, βεβαιότης, διαβεβαίωσις, ὑπόσχεσις πίστεως, καταπιστώσεις ποιεῖσθαι, ἐπὶ ἐραστῶν, Πλουτ. Πελοπ. 18, πρβλ. Πλούτ. 2, 258Β, Ἀριστ. Ἀποσπ. 1492. 42α.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
garantie, caution.
Étymologie: καταπιστόομαι.

Greek Monolingual

καταπίστωσις, ἡ (Α) καταπιστοῦμαι
διαβεβαίωση, εγγύηση ή υπόσχεση πίστεως.

Russian (Dvoretsky)

καταπίστωσις: εως ἡ порука, ручательство: τὰς καταπιστώσεις ποιεῖσθαι Arst., Plut. ручаться, давать клятву.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπίστωσις -εως, ἡ [καταπιστόομαι] borgstelling:. τὰς καταπιστώσεις ποιεῖσθαι τοὺς ἐρωμένους dat de geliefden hun geloften aflegden Plut. Pel. 18.5.