εξαλλάσσω: Difference between revisions
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
(12) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξαλλάσσω]] AM, Α και αττ. τ. ἐξαλλάττω [[αλλάσσω]]<br />[[αλλάζω]] [[κάτι]] εντελώς («ἀλλ' ὡς ἡδὺ παρεμφερὲς ἐξηλλαγμένον χρόαις», Διγ. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εξελίσσομαι, διαφοροποιούμαι («[[γένος]] ὅλον ἐξαλλάττειν εἰς ἕτερον», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]], [[φεύγω]] («ἐξαλλάξας Εὐρώπαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[απομακρύνω]] από κάποιον («προθυμούμενος ἐξαλλάσσειν αἰεὶ τῶν ἐναντίων τὴν | |mltxt=[[ἐξαλλάσσω]] AM, Α και αττ. τ. ἐξαλλάττω [[αλλάσσω]]<br />[[αλλάζω]] [[κάτι]] εντελώς («ἀλλ' ὡς ἡδὺ παρεμφερὲς ἐξηλλαγμένον χρόαις», Διγ. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εξελίσσομαι, διαφοροποιούμαι («[[γένος]] ὅλον ἐξαλλάττειν εἰς ἕτερον», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> [[εγκαταλείπω]], [[φεύγω]] («ἐξαλλάξας Εὐρώπαν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[απομακρύνω]] από κάποιον («προθυμούμενος ἐξαλλάσσειν αἰεὶ τῶν ἐναντίων τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> μεταβάλλομαι, [[αποκλίνω]] (για τους ευνούχους) («[[ἑνός]] μορίου πηρωθέντος τοσοῡτον ἐξαλλάττουσι τῆς ἀρχαίας μορφῆς» — [[αφού]] αχρηστευθεί ένα μόνο από τα όργανά τους, τόσο αποκλίνουν από την προηγούμενη [[μορφή]] τους, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[είμαι]] [[παράδοξος]], [[σπάνιος]] («ἐξαλλάσσουσαν ἔχει [[χάριν]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[δίνω]] [[άλλη]] [[κατεύθυνση]] σε [[κάτι]]<br /><b>7.</b> [[διασκεδάζω]], [[χαροποιώ]] («ἄνθρωπον ἐξαλλάξομεν», Μέν.)<br /><b>8.</b> [[κολακεύω]] («τοῑς ὀψαρίοις ἐξήλλαξας ἡμᾱς»). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 15 February 2019
Greek Monolingual
ἐξαλλάσσω AM, Α και αττ. τ. ἐξαλλάττω αλλάσσω
αλλάζω κάτι εντελώς («ἀλλ' ὡς ἡδὺ παρεμφερὲς ἐξηλλαγμένον χρόαις», Διγ. Ακρ.)
αρχ.
1. εξελίσσομαι, διαφοροποιούμαι («γένος ὅλον ἐξαλλάττειν εἰς ἕτερον», Θεόφρ.)
2. εγκαταλείπω, φεύγω («ἐξαλλάξας Εὐρώπαν», Ευρ.)
3. απομακρύνω από κάποιον («προθυμούμενος ἐξαλλάσσειν αἰεὶ τῶν ἐναντίων τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν», Θουκ.)
4. μεταβάλλομαι, αποκλίνω (για τους ευνούχους) («ἑνός μορίου πηρωθέντος τοσοῡτον ἐξαλλάττουσι τῆς ἀρχαίας μορφῆς» — αφού αχρηστευθεί ένα μόνο από τα όργανά τους, τόσο αποκλίνουν από την προηγούμενη μορφή τους, Αριστοτ.)
5. είμαι παράδοξος, σπάνιος («ἐξαλλάσσουσαν ἔχει χάριν», Ευρ.)
6. δίνω άλλη κατεύθυνση σε κάτι
7. διασκεδάζω, χαροποιώ («ἄνθρωπον ἐξαλλάξομεν», Μέν.)
8. κολακεύω («τοῑς ὀψαρίοις ἐξήλλαξας ἡμᾱς»).