κύαρ: Difference between revisions
(2) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[κύαρ]], -ατος)<br />μικρή οπή, όπως η οπή της βελόνας («ῥάβδον λαβὼν κασσιτερίνην λεπτὴν ἐκ | |mltxt=το (Α [[κύαρ]], -ατος)<br />μικρή οπή, όπως η οπή της βελόνας («ῥάβδον λαβὼν κασσιτερίνην λεπτὴν ἐκ τοῦ ἑτέρου [[κύαρ]] ἔχουσαν», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> το βαθύτερο [[σημείο]] του ακουστικού πόρου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η οπή της στομίδας του χαλινού στην οποία προσαρμόζεται η γλωχίδα του παραγναθιδίου<br /><b>2.</b> η οπή του αναβολέα από την οποία διέρχεται η [[αρτάνη]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται σε τ. <i>κυFαρ</i> <span style="color: red;"><</span> IE <i>kuwr</i> «[[τρύπα]]» και συνδέεται με αβεστ. <i>s</i><i>ū</i><i>ra</i> «[[τρύπα]]», αρμ. <i>sor</i> «οπή, [[κοιλότητα]]», λατ. <i>cavus</i> «[[κοίλος]]», <i>caverna</i> «[[κοιλότητα]]» — [[είναι]] [[επίσης]] [[συγγενής]] με τις λ. [[κύλα]], [[κοῖλος]], [[κῶος]]. Η ύπαρξη του συνθέτου <i>ἔγ</i>-<i>κυαρ</i> «[[έγκυος]]» ενισχύει τη [[σύνδεση]] της λ. [[κύαρ]] με τη λ. [[κυέω]] για σημασιολογικούς λόγους]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 12:35, 15 February 2019
English (LSJ)
τό,
A a hole, as the eye of a needle, etc., Hp.Morb.2.33, cf. Acut. (Sp.) 61; orifice of the ear, Poll.2.86.
German (Pape)
[Seite 1522] ατος, τό, Höhle, Loch, Nadelöhr, Hippocr.; innere Oeffnung des Ohres, Poll. 2, 86.
Greek (Liddell-Scott)
κύᾰρ: -ᾰρος, ὁ, (κύω) ὀπή, ὡς ἡ τῆς βελόνης κτλ., Ἱππ. 471. 52· κ. βελόνης ὁ αὐτ. ἐν 406. 42· τὸ ἐντὸς τοῦ τρυπήματος τοῦ ὠτὸς μέρος, Πολυδ. Β΄, 86.
French (Bailly abrégé)
αρος (τό) :
trou, trou d’une aiguille.
Étymologie: Bailly donne pour le gén. κύατος ; idée de rondeur, cf. κύω, κύκλος.
Greek Monolingual
το (Α κύαρ, -ατος)
μικρή οπή, όπως η οπή της βελόνας («ῥάβδον λαβὼν κασσιτερίνην λεπτὴν ἐκ τοῦ ἑτέρου κύαρ ἔχουσαν», Ιπποκρ.)
2. το βαθύτερο σημείο του ακουστικού πόρου
νεοελλ.
1. η οπή της στομίδας του χαλινού στην οποία προσαρμόζεται η γλωχίδα του παραγναθιδίου
2. η οπή του αναβολέα από την οποία διέρχεται η αρτάνη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε τ. κυFαρ < IE kuwr «τρύπα» και συνδέεται με αβεστ. sūra «τρύπα», αρμ. sor «οπή, κοιλότητα», λατ. cavus «κοίλος», caverna «κοιλότητα» — είναι επίσης συγγενής με τις λ. κύλα, κοῖλος, κῶος. Η ύπαρξη του συνθέτου ἔγ-κυαρ «έγκυος» ενισχύει τη σύνδεση της λ. κύαρ με τη λ. κυέω για σημασιολογικούς λόγους].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύαρ -ος, τό oog van de naald. Hp.
Frisk Etymological English
[zie κυεω]
Grammatical information: n.
Meaning: eye of a needle, orifice of the ear (Hp., Poll.).
Origin: IE [Indo-European] [592] *kuh₂-r swell?
Etymology: Old r-stem, with thematic tranformation in Av. sūr-a- m. hole, lacuna (IE. *ḱūr-o-), further with other ablaut Arm. sor hole (IE. *ḱou̯er-o- ?); but hardly Lat. caverna (Etruscan ?; W.-Hofmann s.v.; diff. Specht Ursprung 350). An alternating l-stem is supposed in κύλα τὰ ὑποκάτω τῶν βλεφάρων κοιλώματα H. (s.v.); further κοῖλος hollow from *κοϜιλ-ος. With sufflx Lat. cavus hollow (s. κοῖλος). See also on κῶος cave (s. v.). - The words are generally connected with the group of κυέω assuming a basic curvation (with inside c. > hollowing, resp. ouside c. > vaulting; s. Pok. 592ff., W.-Hofmann s. cavus). If there is a connection at all, we must rather start from a meaning blow (up); cf. Skt. śūna- swelled up, grown up, śū́na n. empty, lack, śūnyá- empty, hollow.