ζέση: Difference between revisions
From LSJ
σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν → it is hard for thee to kick against the pricks, it is hard for you to kick against the goads
(16) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ζέσις]]) [[ζέω]]<br /><b>1.</b> [[βράσιμο]], [[βρασμός]], [[κόχλασμα]] («[[ὅταν]] ἑψηθῇ [[μέχρι]] ζέσεως», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θέρμη]], [[ζήλος]], [[ορμή]], έντονη [[έφεση]] για [[κάτι]], ζωηρή [[προθυμία]] (α. «εργάζεται με [[ζέση]]» β. «[[[οργή]]] [[ζέσις]] | |mltxt=η (AM [[ζέσις]]) [[ζέω]]<br /><b>1.</b> [[βράσιμο]], [[βρασμός]], [[κόχλασμα]] («[[ὅταν]] ἑψηθῇ [[μέχρι]] ζέσεως», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θέρμη]], [[ζήλος]], [[ορμή]], έντονη [[έφεση]] για [[κάτι]], ζωηρή [[προθυμία]] (α. «εργάζεται με [[ζέση]]» β. «[[[οργή]]] [[ζέσις]] τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[βαθμός]] ζέσεως» — ο [[ζεσιγόνος]] [[βαθμός]]<br /><b>μσν.</b><br />(για συναισθήματα) [[εκτίμηση]], [[αγάπη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />έντονη [[οργή]], [[αγανάκτηση]], [[έξαψη]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 15 February 2019
Greek Monolingual
η (AM ζέσις) ζέω
1. βράσιμο, βρασμός, κόχλασμα («ὅταν ἑψηθῇ μέχρι ζέσεως», Πλούτ.)
2. θέρμη, ζήλος, ορμή, έντονη έφεση για κάτι, ζωηρή προθυμία (α. «εργάζεται με ζέση» β. «[[[οργή]]] ζέσις τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος, Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. «βαθμός ζέσεως» — ο ζεσιγόνος βαθμός
μσν.
(για συναισθήματα) εκτίμηση, αγάπη
μσν.-αρχ.
έντονη οργή, αγανάκτηση, έξαψη.