λήμη: Difference between revisions
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=") |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[λήμη]], Μ και λήμμη)<br />ωχρόλευκο λιπώδες [[έκκριμα]] τών ταρσαίων αδένων τών βλεφάρων το οποίο συγκεντρώνεται [[ιδίως]] στον εσωτερικό κανθό του ματιού, η [[τσίμπλα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λῆμαι</i><br />τα πάσχοντα, τα ερεθισμένα μάτια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ | |mltxt=η (AM [[λήμη]], Μ και λήμμη)<br />ωχρόλευκο λιπώδες [[έκκριμα]] τών ταρσαίων αδένων τών βλεφάρων το οποίο συγκεντρώνεται [[ιδίως]] στον εσωτερικό κανθό του ματιού, η [[τσίμπλα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λῆμαι</i><br />τα πάσχοντα, τα ερεθισμένα μάτια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ τοῦ Πειραιῶς [[λήμη]]» — η Αίγινα<br />β) «Κρονικαὶ λῆμαι» — αρχαίες προλήψεις που εμπόδιζαν την πνευματική όραση.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του τ. με αλβ. <i>llom</i> «[[κατακάθι]]» παρουσιάζει μορφολογικές δυσχέρειες, ενώ η [[σύνδεση]] με λατ. <i>l</i><i>ā</i><i>ma</i> «[[τέλμα]]» και λιθουαν. <i>l</i><i>ō</i><i>mas</i> «[[λάκκος]], [[κοιλότητα]]» παρουσιάζει σημασιολογικά προβλήματα. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:40, 15 February 2019
English (LSJ)
ἡ,
A a humour that gathers in the corner of the eye, rheum, Hp. VM19, Prog.2: in pl., sore eyes, Ar.Lys.301 (v. Sch.): metaph., ἡ τοῦ Πειραιέως λ. the eye-sore of Piraeus, of Aegina, Pericles ap.Arist. Rh.1411a15, Plu.Per.8; Κρονικαὶ λῆμαι old prejudices that dim the mind's eye, Ar.Pl.581; ὄψεως λ. ἡ δεισιδαιμονία Plu.2.1101c. (Cf. λάμας.)
Greek (Liddell-Scott)
λήμη: ἡ, ἡ περὶ τοὺς κανθοὺς τῶν ὀφθαλμῶν πεπηγυῖα ὕλη, κοινῶς «τσίμπλα», Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Προγν. 32· αἱ λῆμαι, ὀφθαλμοὶ πάσχοντες, Ἀριστοφ. Λυσ. 301, ἔνθα ἴδε Σχολ.· μεταφ. ἡ Αἴγινα ἐκαλεῖτο ὑπὸ τοῦ Περικλέους, ἡ τοῦ Πειραιέως λ., ἡ «τσίμπλα» τοῦ Πειραιῶς, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 10, 7, Πλουτ. Περικλ. 8· λῆμαι Κρονικαί, ἀρχαῖαι προλήψεις ἐμποδίζουσαι τὴν πνευματικὴν ὄρασιν, Ἀριστοφ. Πλ. 581· ὄψεως λ. ἡ δεισιδαιμονία Πλούτ. 2. 1101C. - ὁ Ἱππ. 943, ἔχει καὶ λημίαι, αἱ. Πιθανῶς ἐκ τῆς √ΓΛΑΜ, πρβλ. γλᾰμάω, γλαμυρός, γλάμων, Λατ. gram-ia, gram-iosus· ἴδε Γγ. Ι.)
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
chassie ; αἱ λῆμαι humeurs qui troublent le cerveau, chimères.
Étymologie: DELG étym. ignorée.
Greek Monolingual
η (AM λήμη, Μ και λήμμη)
ωχρόλευκο λιπώδες έκκριμα τών ταρσαίων αδένων τών βλεφάρων το οποίο συγκεντρώνεται ιδίως στον εσωτερικό κανθό του ματιού, η τσίμπλα
αρχ.
1. στον πληθ. αἱ λῆμαι
τα πάσχοντα, τα ερεθισμένα μάτια
2. φρ. α) «ἡ τοῦ Πειραιῶς λήμη» — η Αίγινα
β) «Κρονικαὶ λῆμαι» — αρχαίες προλήψεις που εμπόδιζαν την πνευματική όραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. με αλβ. llom «κατακάθι» παρουσιάζει μορφολογικές δυσχέρειες, ενώ η σύνδεση με λατ. lāma «τέλμα» και λιθουαν. lōmas «λάκκος, κοιλότητα» παρουσιάζει σημασιολογικά προβλήματα.
Greek Monotonic
λήμη: ἡ, ύλη που μαζεύεται στη γωνία των ματιών, κοινώς «τσίμπλα»· μεταφ., ο Περικλής καλούσε την Αίγινα, ἡ τοῦ Πειραιέως λήμη, «τσίμπλα» (δηλ. αποκρουστικό θέαμα) του Πειραιά, σε Αριστ., Πλούτ.· λῆμαι Κρονικαί, αρχαίες προλήψεις που εμποδίζουν την πνευματική όραση, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
λήμη: ἡ
1) гноетечение из глаз: αἱ λῆμαι Arph. больные глаза;
2) перен. бельмо: Αἴγυνα ἡ τοῦ Πειραιέως λ. Arst. Эгина - бельмо в глазу Пирея;
3) предрассудок, заблуждение: Κρονικαὶ λῆμαι Arph. застарелые предрассудки.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: humour in the corner of the eye, rheum, also metaph. (Hp., Ar., Plu.).
Derivatives: Diminut. λημίον (Hp.), λημύδριον (Gal.); λημ-αλέος (Luc.), -ηρός (Heliod.), -ώδης (Alex. Trall.) full of λ.; λημ-ότης (Sch.), -ωσις (medic. pap.; cf. ἴλλωσις, κνίδωσις); λημ-άω have rheum (Hp., Ar.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: An Dor. form seems found in λάμας μύξας H. (cod. λαμάς μῦς). Unexplained. Rejectable hypotheses in Bq and Hofmann Et. Wb.; after Mann Lang. 28, 36 f. to Alb. llom dregs (phonetically unconvincing), Lat. lāma puddle, marsh, mud, Lith. lõmas pit, hollow, lower spot (semant. unconvincing). - Rather Pre-Greek than IE?
Middle Liddell
λήμη, ἡ,
a humour that gathers in the corner of the eye, gum, rheum:—metaph., Pericles called Aegina ἡ τοῦ Πειραιέως λ. the eyesore of Peiraeeus, Arist., Plut.; λῆμαι Κρονικαί old prejudices that dim the eyes, Ar.