μάθηση: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
(23)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[μάθησις]], -εως, Α ιων. γεν. -ιος) [[μαθαίνω]]<br /><b>1.</b> η [[απόκτηση]] γνώσεων (α. «δεν είσαι [[άνθρωπος]] της μάθησης» β. «πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.)<br /><b>2.</b> [[διδασκαλία]] («τοῡ φόβου τὴν μάθησιν κρείττονα παρέξεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πείρα]], [[εμπειρία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ικανότητα]], [[επιδεξιότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ποιῶ μάθησιν» — [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />έξη, [[συνήθεια]].
|mltxt=η (AM [[μάθησις]], -εως, Α ιων. γεν. -ιος) [[μαθαίνω]]<br /><b>1.</b> η [[απόκτηση]] γνώσεων (α. «δεν είσαι [[άνθρωπος]] της μάθησης» β. «πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.)<br /><b>2.</b> [[διδασκαλία]] («τοῦ φόβου τὴν μάθησιν κρείττονα παρέξεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πείρα]], [[εμπειρία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ικανότητα]], [[επιδεξιότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ποιῶ μάθησιν» — [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />έξη, [[συνήθεια]].
}}
}}

Revision as of 12:40, 15 February 2019

Greek Monolingual

η (AM μάθησις, -εως, Α ιων. γεν. -ιος) μαθαίνω
1. η απόκτηση γνώσεων (α. «δεν είσαι άνθρωπος της μάθησης» β. «πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.)
2. διδασκαλία («τοῦ φόβου τὴν μάθησιν κρείττονα παρέξεσθαι», Ξεν.)
νεοελλ.
πείρα, εμπειρία
μσν.
1. ικανότητα, επιδεξιότητα
2. φρ. «ποιῶ μάθησιν» — επινοώ, μηχανεύομαι
αρχ.
έξη, συνήθεια.