πιστώνω: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(32)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=πιστῶ, -όω, ΝΑ [[πιστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε κάποιον χρήματα ή του [[προμηθεύω]] εμπορεύματα επί πιστώσει, [[ανοίγω]] [[πίστωση]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[καταχωρίζω]] στα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και σε όφελος του προσωπικού λογαριασμού κάποιου χρηματικό [[ποσό]] οφειλόμενο στον πελάτη αυτόν από την [[επιχείρηση]] που ενεργεί την [[πίστωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] κάποιον αξιόπιστο με όρκους («πιστώσαντες αὐτὸν τοῑς ὅρκοις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω την [[πεποίθηση]], [[πιστεύω]]<br /><b>3.</b> [[πιστοποιώ]], [[επιβεβαιώνω]] [[κάτι]], [[εγγυώμαι]] για [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>πιστοῡμαι</i>, -<i>οομαι</i><br />(για συμβαλλομένους) [[ανταλλάσσω]] διαβεβαιώσεις («χεῑρός τ' [[ἀλλήλων]] λαβέτην καὶ πιστώσαντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> καθίσταμαι, [[γίνομαι]] [[αξιόπιστος]], [[παρέχω]] [[εγγύηση]] ή [[βεβαίωση]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ὅρκῳ πιστοῡμαί τινι» — δεσμεύομαι [[απέναντι]] σε κάποιον με όρκο<br />β) «πιστοῡμαί τινα ὑφ' ὅρκου» — [[εξασφαλίζω]] την [[εντιμότητα]] ή την [[ειλικρίνεια]] κάποιου με όρκο<br />γ) «πιστοῡμαί τι» — έχω [[πεποίθηση]], [[πιστεύω]] σε [[κάτι]].
|mltxt=πιστῶ, -όω, ΝΑ [[πιστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε κάποιον χρήματα ή του [[προμηθεύω]] εμπορεύματα επί πιστώσει, [[ανοίγω]] [[πίστωση]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[καταχωρίζω]] στα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και σε όφελος του προσωπικού λογαριασμού κάποιου χρηματικό [[ποσό]] οφειλόμενο στον πελάτη αυτόν από την [[επιχείρηση]] που ενεργεί την [[πίστωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] κάποιον αξιόπιστο με όρκους («πιστώσαντες αὐτὸν τοῑς ὅρκοις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω την [[πεποίθηση]], [[πιστεύω]]<br /><b>3.</b> [[πιστοποιώ]], [[επιβεβαιώνω]] [[κάτι]], [[εγγυώμαι]] για [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>πιστοῦμαι</i>, -<i>οομαι</i><br />(για συμβαλλομένους) [[ανταλλάσσω]] διαβεβαιώσεις («χεῑρός τ' [[ἀλλήλων]] λαβέτην καὶ πιστώσαντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> καθίσταμαι, [[γίνομαι]] [[αξιόπιστος]], [[παρέχω]] [[εγγύηση]] ή [[βεβαίωση]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ὅρκῳ πιστοῦμαί τινι» — δεσμεύομαι [[απέναντι]] σε κάποιον με όρκο<br />β) «πιστοῦμαί τινα ὑφ' ὅρκου» — [[εξασφαλίζω]] την [[εντιμότητα]] ή την [[ειλικρίνεια]] κάποιου με όρκο<br />γ) «πιστοῦμαί τι» — έχω [[πεποίθηση]], [[πιστεύω]] σε [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 15 February 2019

Greek Monolingual

πιστῶ, -όω, ΝΑ πιστός
νεοελλ.
1. δίνω σε κάποιον χρήματα ή του προμηθεύω εμπορεύματα επί πιστώσει, ανοίγω πίστωση σε κάποιον
2. καταχωρίζω στα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και σε όφελος του προσωπικού λογαριασμού κάποιου χρηματικό ποσό οφειλόμενο στον πελάτη αυτόν από την επιχείρηση που ενεργεί την πίστωση
αρχ.
1. καθιστώ κάποιον αξιόπιστο με όρκους («πιστώσαντες αὐτὸν τοῑς ὅρκοις», Θουκ.)
2. έχω την πεποίθηση, πιστεύω
3. πιστοποιώ, επιβεβαιώνω κάτι, εγγυώμαι για κάτι
4. μέσ. πιστοῦμαι, -οομαι
(για συμβαλλομένους) ανταλλάσσω διαβεβαιώσεις («χεῑρός τ' ἀλλήλων λαβέτην καὶ πιστώσαντο», Ομ. Ιλ.)
5. παθ. καθίσταμαι, γίνομαι αξιόπιστος, παρέχω εγγύηση ή βεβαίωση
6. φρ. α) «ὅρκῳ πιστοῦμαί τινι» — δεσμεύομαι απέναντι σε κάποιον με όρκο
β) «πιστοῦμαί τινα ὑφ' ὅρκου» — εξασφαλίζω την εντιμότητα ή την ειλικρίνεια κάποιου με όρκο
γ) «πιστοῦμαί τι» — έχω πεποίθηση, πιστεύω σε κάτι.