πλεονεκτώ: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
(33)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=πλεονεκτῶ, -έω, ΝΜΑ [[πλεονέκτης]]<br /><b>1.</b> έχω, [[αποκτώ]] ή [[κερδίζω]] περισσότερα σε [[σχέση]] με άλλον ή άλλους (α. «η Γερμανία πλεονεκτεί οικονομικά στην [[Ευρώπη]]» — β «ἐλπίσαντες ἔτεροι δυνάμει τι πλεονεκτήσειν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπερτερώ]] [[έναντι]] άλλου, βρίσκομαι σε ανώτερη ή ισχυρότερη [[θέση]] (α. «η δική σας [[ομάδα]] πλεονεκτεί στον όμιλό της, η δική μας μειονεκτεί» β. «καὶ [[ἰδίᾳ]] καὶ [[δημοσίᾳ]] περιγίγνεσθαι καὶ πλεονεκτεῑν τῶν ἐχθρῶν», <b>Πλάτ.</b> γ. «τῶν ἀλόγων ζῴων πλεονεκτεῑτε τῷ λόγῳ», Κλήμ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω, [[απαιτώ]] ή [[διεκδικώ]] περισσότερα από όσα δικαιούμαι, [[επιδεικνύω]] [[απληστία]] («αἰσχρὸν καὶ ἄδικον τὸ πλεονεκτεῑν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κερδίζω]] κάποιον με [[απάτη]], [[εξαπατώ]] («τὸ μὴ ὑπερβαίνειν καὶ πλεονεκτεῑν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῡ», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[συμπεριφέρομαι]] τυραννικά, [[εξουσιάζω]], [[τυραννώ]] κάποιον («[[ἄσκησις]] γὰρ οὐ πλεονεκτεῑ φύσιν [[ποτέ]]», Νείλ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] ισχυρότερος εις [[βάρος]] άλλου, ατόμου ή θεσμού («τὸ πλεονεκτεῑν τῶν τεθέντων νόμων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το παθ. απρόσ.)<br /><i>πλεονεκτεῑται</i><br />αποτελεί [[πλεονεξία]], [[είναι]] [[πλεονεξία]].
|mltxt=πλεονεκτῶ, -έω, ΝΜΑ [[πλεονέκτης]]<br /><b>1.</b> έχω, [[αποκτώ]] ή [[κερδίζω]] περισσότερα σε [[σχέση]] με άλλον ή άλλους (α. «η Γερμανία πλεονεκτεί οικονομικά στην [[Ευρώπη]]» — β «ἐλπίσαντες ἔτεροι δυνάμει τι πλεονεκτήσειν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπερτερώ]] [[έναντι]] άλλου, βρίσκομαι σε ανώτερη ή ισχυρότερη [[θέση]] (α. «η δική σας [[ομάδα]] πλεονεκτεί στον όμιλό της, η δική μας μειονεκτεί» β. «καὶ [[ἰδίᾳ]] καὶ [[δημοσίᾳ]] περιγίγνεσθαι καὶ πλεονεκτεῑν τῶν ἐχθρῶν», <b>Πλάτ.</b> γ. «τῶν ἀλόγων ζῴων πλεονεκτεῑτε τῷ λόγῳ», Κλήμ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω, [[απαιτώ]] ή [[διεκδικώ]] περισσότερα από όσα δικαιούμαι, [[επιδεικνύω]] [[απληστία]] («αἰσχρὸν καὶ ἄδικον τὸ πλεονεκτεῑν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κερδίζω]] κάποιον με [[απάτη]], [[εξαπατώ]] («τὸ μὴ ὑπερβαίνειν καὶ πλεονεκτεῑν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[συμπεριφέρομαι]] τυραννικά, [[εξουσιάζω]], [[τυραννώ]] κάποιον («[[ἄσκησις]] γὰρ οὐ πλεονεκτεῑ φύσιν [[ποτέ]]», Νείλ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] ισχυρότερος εις [[βάρος]] άλλου, ατόμου ή θεσμού («τὸ πλεονεκτεῑν τῶν τεθέντων νόμων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το παθ. απρόσ.)<br /><i>πλεονεκτεῑται</i><br />αποτελεί [[πλεονεξία]], [[είναι]] [[πλεονεξία]].
}}
}}

Revision as of 13:00, 15 February 2019

Greek Monolingual

πλεονεκτῶ, -έω, ΝΜΑ πλεονέκτης
1. έχω, αποκτώ ή κερδίζω περισσότερα σε σχέση με άλλον ή άλλους (α. «η Γερμανία πλεονεκτεί οικονομικά στην Ευρώπη» — β «ἐλπίσαντες ἔτεροι δυνάμει τι πλεονεκτήσειν», Θουκ.)
2. υπερτερώ έναντι άλλου, βρίσκομαι σε ανώτερη ή ισχυρότερη θέση (α. «η δική σας ομάδα πλεονεκτεί στον όμιλό της, η δική μας μειονεκτεί» β. «καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ περιγίγνεσθαι καὶ πλεονεκτεῑν τῶν ἐχθρῶν», Πλάτ. γ. «τῶν ἀλόγων ζῴων πλεονεκτεῑτε τῷ λόγῳ», Κλήμ.)
μσν.-αρχ.
1. έχω, απαιτώ ή διεκδικώ περισσότερα από όσα δικαιούμαι, επιδεικνύω απληστία («αἰσχρὸν καὶ ἄδικον τὸ πλεονεκτεῑν», Πλάτ.)
2. κερδίζω κάποιον με απάτη, εξαπατώ («τὸ μὴ ὑπερβαίνειν καὶ πλεονεκτεῑν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ», ΚΔ)
3. συμπεριφέρομαι τυραννικά, εξουσιάζω, τυραννώ κάποιον («ἄσκησις γὰρ οὐ πλεονεκτεῑ φύσιν ποτέ», Νείλ)
αρχ.
1. γίνομαι ισχυρότερος εις βάρος άλλου, ατόμου ή θεσμού («τὸ πλεονεκτεῑν τῶν τεθέντων νόμων», Πλάτ.)
2. (το παθ. απρόσ.)
πλεονεκτεῑται
αποτελεί πλεονεξία, είναι πλεονεξία.