ἀφόδευμα: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀνφω- <i>PMag</i>.13.240<br />[[excremento]] ἐν ἀφοδεύματι ἀλώπεκος πτερὰ τέττιγος ἐθεασάμην Aesop.245, εἰς τὸ ἀ. ἑαυτῶν βλέπομεν <i>Vit.Aesop.G</i> 67, αἰλούρου Dsc.<i>Eup</i>.1.89, βοὸς ἀ. ξηρόν Horap.1.54, κυνὸς <i>PMag</i>.l.c., κορκοδείλου <i>PMag</i>.13.245, pero identificado c. Αἰθιοπικὴν γῆν en <i>PMag</i>.12.414<br /><b class="num">•</b>[[estiércol]] χηνῶν ἀ. ἅλμῃ λύσας ῥαῖνε τὰ λάχανα <i>Gp</i>.12.11<br /><b class="num">•</b>plu. τὰ ἀφοδεύματα Sch.Ar.<i>Pl</i>.1185.
|dgtxt=-ματος, τό<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀνφω- <i>PMag</i>.13.240<br />[[excremento]] ἐν ἀφοδεύματι ἀλώπεκος πτερὰ τέττιγος ἐθεασάμην Aesop.245, εἰς τὸ ἀ. ἑαυτῶν βλέπομεν <i>Vit.Aesop.G</i> 67, αἰλούρου Dsc.<i>Eup</i>.1.89, βοὸς ἀ. ξηρόν Horap.1.54, κυνὸς <i>PMag</i>.l.c., κροκοδείλου <i>PMag</i>.13.245, pero identificado c. Αἰθιοπικὴν γῆν en <i>PMag</i>.12.414<br /><b class="num">•</b>[[estiércol]] χηνῶν ἀ. ἅλμῃ λύσας ῥαῖνε τὰ λάχανα <i>Gp</i>.12.11<br /><b class="num">•</b>plu. τὰ ἀφοδεύματα Sch.Ar.<i>Pl</i>.1185.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἀφόδευμα]])<br />το [[αποπάτημα]], το [[χέσιμο]].
|mltxt=το (AM [[ἀφόδευμα]])<br />το [[αποπάτημα]], το [[χέσιμο]].
}}
}}

Revision as of 12:25, 1 August 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφόδευμα Medium diacritics: ἀφόδευμα Low diacritics: αφόδευμα Capitals: ΑΦΟΔΕΥΜΑ
Transliteration A: aphódeuma Transliteration B: aphodeuma Transliteration C: afodevma Beta Code: a)fo/deuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A excrement, Dsc.Eup.1.89, Gp.12.11, Aesop. 400: in pl., Sch.Ar.Pl.1185 (also ἀφοδ-ήματαib.1184).    II ἀφόδευμα κροκοδείλου, = Αἰθιοπικόν, ajowan, PMag.Leid.V.12.30, W.6.27.

German (Pape)

[Seite 413] τό, der Stuhlgang, Schol. Nic. Erkl. von ἀφόρδιον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφόδευμα: τό, τὸ περίττωμα, κόπρος, Γεωπ. 12. 11· - ἀφόδευσις, ἡ, τῶν περιττωμάτων ἡ κένωσις, Ἐπιστ. Βαρνάβ. 10, Κλήμ. Ἀλ. 221.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Grafía: graf. ἀνφω- PMag.13.240
excremento ἐν ἀφοδεύματι ἀλώπεκος πτερὰ τέττιγος ἐθεασάμην Aesop.245, εἰς τὸ ἀ. ἑαυτῶν βλέπομεν Vit.Aesop.G 67, αἰλούρου Dsc.Eup.1.89, βοὸς ἀ. ξηρόν Horap.1.54, κυνὸς PMag.l.c., κροκοδείλου PMag.13.245, pero identificado c. Αἰθιοπικὴν γῆν en PMag.12.414
estiércol χηνῶν ἀ. ἅλμῃ λύσας ῥαῖνε τὰ λάχανα Gp.12.11
plu. τὰ ἀφοδεύματα Sch.Ar.Pl.1185.

Greek Monolingual

το (AM ἀφόδευμα)
το αποπάτημα, το χέσιμο.