ἄμης: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(1a) |
(1a) |
||
Line 25: | Line 25: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=a [[kind]] of [[milk]]-[[cake]], Ar. | |mdlsjtxt=a [[kind]] of [[milk]]-[[cake]], Ar. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ἄμης''': -ητος<br />{ámēs}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Derivative''': mit dem Deminutiv [[ἀμητίσκος]] [[Kuchenart]] (Kom. u. a.).<br />'''Etymology''' : Etymologie unbekannt. Vgl. [[ἄμιθα]]· [[ἔδεσμα]] ποιόν, καὶ [[ἄρτυμα]] ὡς Ἀνακρέων (139) H.; auch ''PHamb''. 90, 18.<br />'''Page''' 1,92 | |||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 2 October 2019
German (Pape)
[Seite 123] ητος, ὁ, eine Art Kuchen, Ar. Plut. 999 (Schol. εἶδος πλακοῦντος γαλακτώδους, nach Moer. ἔγχυτος πλακοῦς); öfter bei Ath., z. B. aus Antiphan. VI, 262 c; vgl. XIV, 644 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμης: -ητος, ὁ, εἶδος πλακοῦντος μετὰ γάλακτος, Ἀριστοφ. Πλ. 999, Ἀντιφῶν ἐν «Δυσπράτῳ» 1, Μένανδ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 11, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ὁ) :
sorte de gâteau au lait.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Spanish (DGE)
-ητος, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 torta, pastel, bollo de leche Ar.Pl.999, Antiph.89, 305, Ephipp.8, Alex.163, Amphis 9, Men.Fr.425, Clearch.87, Lync. en Ath.647b, Ph.1.390, Plu.2.1112e, UPZ 89.9 (graf. αμτος), Alciphr.3.12.2, POxy.1297.17 (IV a.C.).
2 horno ἡ (ὄπτησις) ἐν τῷ ἄμητι Dieuch. en Orib.4.5.2.
• Etimología: Quizá en rel. c. ἄμη, q.u.
Greek Monolingual
ἄμης (-ητος), ο (Α)
είδος γαλατόπιτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολογίας. Πιθ. να έχει κάποια σχέση με το ρ. ἀμῶμαι (-άομαι) «συγκεντρώνω, συγκομίζω» κατά το σχήμα πλανῶμαι -πλάνης ή με το ουσ. ἄμη «φτυάρι, κουβάς» κατά το σχήμα γύμνης-γυμνός.
Greek Monotonic
ἄμης: -ητος, ὁ, είδος γαλατόπιτας, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἄμης: ητος (ᾰ) ὁ пирог на молоке Arph., Men., Plut.
Frisk Etymological English
-ητος
Grammatical information: m.
Meaning: cake (Ar.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. One compares ἄμιθα. The latter word (q.v.) has a reduplication which is typical of substr. words, but it need not be cognate with ἄμης.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
ἄμης: -ητος
{ámēs}
Grammar: m.
Derivative: mit dem Deminutiv ἀμητίσκος Kuchenart (Kom. u. a.).
Etymology : Etymologie unbekannt. Vgl. ἄμιθα· ἔδεσμα ποιόν, καὶ ἄρτυμα ὡς Ἀνακρέων (139) H.; auch PHamb. 90, 18.
Page 1,92