δρῶπαξ: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
(1ab)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δρῶπαξ]], ακος, <i>n</i> [[δρέπω]]<br />a [[pitch]]-[[plaster]].
|mdlsjtxt=[[δρῶπαξ]], ακος, <i>n</i> [[δρέπω]]<br />a [[pitch]]-[[plaster]].
}}
{{FriskDe
|ftr='''δρῶπαξ''': {drō̃paks}<br />'''See also''': s. [[δρέπω]].<br />'''Page''' 1,422
}}
}}

Revision as of 14:40, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρῶπαξ Medium diacritics: δρῶπαξ Low diacritics: δρώπαξ Capitals: ΔΡΩΠΑΞ
Transliteration A: drō̂pax Transliteration B: drōpax Transliteration C: dropaks Beta Code: drw=pac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, (δρέπω)

   A pitch-plaster, Hp.Ep.19 (Hermes 53.71), Gal.6.416, Dsc.Eup.1.233, Archig. ap. Aët.3.180:—also neut. pl. δρώπακα (sc. φάρμακα), Gal.18(2).894. [ᾰ in Lat. gen., Mart.3.74, 10.65.]

German (Pape)

[Seite 670] ακος, ὁ (δρέπω), Pechmütze, um Haare auszuziehen, Medic., vgl. Martial. 3, 74. 10, 65.

Greek (Liddell-Scott)

δρῶπαξ: -ακος, ὁ, (δρέπω) ἔμπλαστρον ἐκ πίσσης, Συνέσ. 75D, Γαλην. [ᾰ ἐν τῇ γενικῇ, Μαρτιάλ. 3. 74., 10. 65).

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
sorte d’emplâtre de résine, onguent pour épiler.
Étymologie: DELG cf. δρέπω.

Greek Monolingual

δρῶπαξ, ο (AM)
1. έμπλαστρο από πίσσα ανακατωμένη με άλλες φαρμακευτικές ουσίες κατάλληλο για αποψίλωση, αποτριχωτική αλοιφή
2. άντρας που φροντίζει υπερβολικά τον καλλωπισμό του δέρματός του, κίναιδος.

Greek Monotonic

δρῶπαξ: -ᾰκος, ὁ (δρέπω), έμπλαστρο από πίσσα.

Russian (Dvoretsky)

δρῶπαξ: ᾰκος ὁ дропак (смолистое вещество, служившее для удаления волос) Mart.

Frisk Etymological English

See also: s. δρέπω.

Middle Liddell

δρῶπαξ, ακος, n δρέπω
a pitch-plaster.

Frisk Etymology German

δρῶπαξ: {drō̃paks}
See also: s. δρέπω.
Page 1,422