ἰασιώνη: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
(1b)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{etym
{{etym
|etymtx=Meaning: plant-name<br />See also: s. [[ἰάομαι]].
|etymtx=Meaning: plant-name<br />See also: s. [[ἰάομαι]].
}}
{{FriskDe
|ftr='''ἰασιώνη''': {iasiṓnē}<br />'''Meaning''': Pflanzenname<br />'''See also''': s. [[ἰάομαι]].<br />'''Page''' 1,706
}}
}}

Revision as of 15:10, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰασιώνη Medium diacritics: ἰασιώνη Low diacritics: ιασιώνη Capitals: ΙΑΣΙΩΝΗ
Transliteration A: iasiṓnē Transliteration B: iasiōnē Transliteration C: iasioni Beta Code: i)asiw/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A bindweed, Convolvulus sepium, Thphr.HP1.13.2, cf. Plin.HN21.105.

German (Pape)

[Seite 1233] ἡ, eine Pflanze, eine Convolvolus-Art, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἰασιώνη: ἡ, φυτόν τι ἐκ τοῦ εἴδους convolvulus, κατά τινας ἡ ἑλξίνηκισσάμπελος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 13, 2.

Greek Monolingual

και γιασιώνη, ἡ (Α ίασιώνη)
δικότυλο αγγειόσπερμο φυτό της οικογένειας καμπανουλίδες της τάξης σύνανδρα, κομβόλβουλος, περιπλοκάδι, σκαμμωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. < ίασις. Προήλθε πιθ. λόγω της ιατρικής χρήσεως του φυτού, που μάς είναι άγνωστη. Ως επιστημονικός όρος η λ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. jasione «ιασιώνη»)].

Frisk Etymological English

Meaning: plant-name
See also: s. ἰάομαι.

Frisk Etymology German

ἰασιώνη: {iasiṓnē}
Meaning: Pflanzenname
See also: s. ἰάομαι.
Page 1,706