τίτθη: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(1b)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τίτθη]], ἡ, [*θάω]<br />a [[nurse]], Ar.
|mdlsjtxt=[[τίτθη]], ἡ, [*θάω]<br />a [[nurse]], Ar.
}}
{{FriskDe
|ftr='''τίτθη''': [[τιτθός]]<br />{títthē}<br />'''See also''': s. [[τιθήνη]].<br />'''Page''' 2,904
}}
}}

Revision as of 15:57, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τίτθη Medium diacritics: τίτθη Low diacritics: τίτθη Capitals: ΤΙΤΘΗ
Transliteration A: títthē Transliteration B: titthē Transliteration C: titthi Beta Code: ti/tqh

English (LSJ)

ἡ,

   A nurse, Ar.Eq.716, Th.609, Pl.R.343a, Thphr. Char.16.12.20.5, IG2729.3, al. (iii B.C.), etc.; prop. wet-nurse, αἱ τ. καὶ αἱ τροφοί Plu.2.3c, cf. Ptol.Asc.p.394H., Gal.6.686; sts. confused with τήθη (q.v.); written τιθή in Hsch., τίθθη in Com. Adesp.Oxy.1825.8 (Pap. of v A.D.); τίθθη = matertera, Gloss. (i.e. confused with τηθίς).    II = τιτθός 1, Arist.HA587b17, 588a5, IG 22.1534.256.

German (Pape)

[Seite 1120] ἡ, auch τιτθή betont, 1) die Zitze od. Warze der weiblichen Brust, die Mutterbrust. – 2) die Amme; Ar. Equ. 713 Lys. 958; Plat. Rep. I, 343 a u. öfter, Dem. u. Folgde. – Für Großmutter ist es zweifelhafte Lesart bei Plat. Rep. X, 461 d. Vgl. τήθη.

Greek (Liddell-Scott)

τίτθη: ἡ, (*θάω) τροφός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 716, Θεσμ. 6. 9, Πλάτ., κλπ.· - κυρίως, ἡ τοὺς μαστοὺς παρέχουσα εἰς τὰ βρέφη, ἡ θηλάστρια, ἡ θηλάζουσα τροφός, «βυζάστρα», «παραμάνα», ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τροφός, Πλούτ. 2. 3C. ΙΙ. = τιτθὸς Ι, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 10., 7. 12, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 1570b. 18, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
nourrice.
Étymologie: R. Θα, sucer, têter.

Greek Monolingual

και τίθθη και τίθη, ἡ, Α
1. τροφός, παραμάννα
2. τιτθός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος υποκοριστικός τ. του τιθή-νη «τροφός» με εκφραστική ανάπτυξη δεύτερου -τ- και χωρίς επίθημα -νη (βλ. λ. τιθήνη). Κατά μία άποψη, η λ. τίτθη είχε αποκλειστικά τη σημ. της γυναίκας που βυζαίνει, ενώ η λ. τιθήνη της γυναίκας πού είχε την υπόλοιπη επιμέλεια του παιδιού μετά τον απογαλακτισμό].

Greek Monotonic

τίτθη: ἡ (*θάω), τροφός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τίτθη: v. l. τιτθή ἡ
1) кормилица Arph., Plut.;
2) Arst. = τιτθός.

Middle Liddell

τίτθη, ἡ, [*θάω]
a nurse, Ar.

Frisk Etymology German

τίτθη: τιτθός
{títthē}
See also: s. τιθήνη.
Page 2,904