καταναθεματίζω: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein

Menander, Monostichoi, 76
(1ab)
(c1)
Line 16: Line 16:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[κατανάθεμα]] fut. σω<br />to [[curse]], NTest.
|mdlsjtxt=[from [[κατανάθεμα]] fut. σω<br />to [[curse]], NTest.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':katanaqemat⋯zw 卡特-安那-帖馬提索<p>'''詞類次數''':動詞(1)<p>'''原文字根''':向下-向上-安置的<p>'''字義溯源''':發咒;由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[ἀναθεματίζω]])=宣告,起誓)組成;其中 ([[ἀναθεματίζω]])出自([[ἀνάθεμα]])=被革除,受咒詛), ([[ἀνάθεμα]])出自([[ἀνατίθημι]])=宣布),而 ([[ἀνατίθημι]])又由([[ἀνά]])*=上)與([[τίθημι]])*=設立,安放)組成。<p/>'''同義字''':1) ([[ἀναθεματίζω]])宣告,起誓 2) ([[κατάθεμα]] / [[κατανάθεμα]])咒詛 3) ([[καταθεματίζω]] / [[καταναθεματίζω]])發咒 4) ([[καταράομαι]])咒罵<p/>'''出現次數''':總共(1);太(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 發咒(1) 太26:74
}}
}}

Revision as of 20:40, 2 October 2019

German (Pape)

[Seite 1365] verwünschen, N. T.

French (Bailly abrégé)

anathématiser, maudire ; proférer des imprécations.
Étymologie: κατανάθεμα.

English (Strong)

from κατά (intensive) and ἀναθεματίζω; to imprecate: curse.

Greek Monolingual

καταναθεματίζω (Α)
1. καταριέμαι κάποιον
2. διαβεβαιώνω κάποιον για την αλήθεια τών λόγων μου χρησιμοποιώντας κατάρες κατά του εαυτού μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀναθεματίζω.

Greek Monotonic

καταναθεμᾰτίζω: μέλ. -σω, καταριέμαι, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

[from κατανάθεμα fut. σω
to curse, NTest.

Chinese

原文音譯:katanaqemat⋯zw 卡特-安那-帖馬提索

詞類次數:動詞(1)

原文字根:向下-向上-安置的

字義溯源:發咒;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἀναθεματίζω)=宣告,起誓)組成;其中 (ἀναθεματίζω)出自(ἀνάθεμα)=被革除,受咒詛), (ἀνάθεμα)出自(ἀνατίθημι)=宣布),而 (ἀνατίθημι)又由(ἀνά)*=上)與(τίθημι)*=設立,安放)組成。

同義字:1) (ἀναθεματίζω)宣告,起誓 2) (κατάθεμα / κατανάθεμα)咒詛 3) (καταθεματίζω / καταναθεματίζω)發咒 4) (καταράομαι)咒罵

出現次數:總共(1);太(1)

譯字彙編

1) 發咒(1) 太26:74