πολλαπλασίων: Difference between revisions
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
(nl) |
(c2) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πολλαπλασίων -ον, gen. -ονος [πολλαπλάσιος] veelvoudig. | |elnltext=πολλαπλασίων -ον, gen. -ονος [πολλαπλάσιος] veelvoudig. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':pollaplas⋯wn 坡拉-普拉西按<p>'''詞類次數''':形容詞(1)<p>'''原文字根''':許多-倍<p>'''字義溯源''':多倍的,多方的,百倍;由([[πολύς]])*=多)或與([[πλέκω]])*=編結)組成<p/>'''出現次數''':總共(1);路(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 百倍(1) 路18:30 | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 2 October 2019
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A = πολλαπλάσιος, Num.Chron.1905.114 (Abonuteichos, ii B. C.), Plb.35.4.4, Plu.2.215b: c. gen., Phld.Sign.9. Adv. -όνως Poll.4.164.
German (Pape)
[Seite 658] ον, = πολλαπλάσιος; Pol. 35, 4, 4; Plut. oft u. a. Sp. – Adv. πολλαπλασιόνως, Poll. 4, 164.
Greek (Liddell-Scott)
πολλαπλᾰσίων: -ον, = πολλαπλάσιος, Πολύβ. 35. 4, 4, Πλουτ. 2. 215Β. Ἐπίρρ., -όνως, Πολυδ. Δ΄, 164.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
c. πολλαπλάσιος.
English (Strong)
from πολύς and probably a derivative of πλέκω; manifold, i.e. (neuter as noun) very much more: manifold more.
English (Thayer)
πολλαπλασιον, genitive πολλαπλασιονος, (πολύς), manifold, much more: L T Tr WH; Polybius, Pint., others; (cf. Buttmann, 30 (27)).)
Greek Monolingual
-ον, Α
πολλαπλάσιος.
επίρρ...
πολλαπλασιόνως (Α)
με πολλαπλάσιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολλαπλάσιος + επίθημα -ίων, δηλωτικό του συγκριτικού βαθμού (πρβλ. εικοσαπλασ-ίων, μυριοπλασ-ίων)].
Russian (Dvoretsky)
πολλαπλᾰσίων: 2, gen. ονος Polyb., Plut., NT = πολλαπλάσιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολλαπλασίων -ον, gen. -ονος [πολλαπλάσιος] veelvoudig.
Chinese
原文音譯:pollaplas⋯wn 坡拉-普拉西按詞類次數:形容詞(1)
原文字根:許多-倍
字義溯源:多倍的,多方的,百倍;由(πολύς)*=多)或與(πλέκω)*=編結)組成
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 百倍(1) 路18:30