καταναθεματίζω: Difference between revisions
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(c1) |
(cc1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':katanaqemat⋯zw 卡特-安那-帖馬提索< | |sngr='''原文音譯''':katanaqemat⋯zw 卡特-安那-帖馬提索<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':向下-向上-安置的<br />'''字義溯源''':發咒;由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[ἀναθεματίζω]])=宣告,起誓)組成;其中 ([[ἀναθεματίζω]])出自([[ἀνάθεμα]])=被革除,受咒詛), ([[ἀνάθεμα]])出自([[ἀνατίθημι]])=宣布),而 ([[ἀνατίθημι]])又由([[ἀνά]])*=上)與([[τίθημι]])*=設立,安放)組成。<br />'''同義字''':1) ([[ἀναθεματίζω]])宣告,起誓 2) ([[κατάθεμα]] / [[κατανάθεμα]])咒詛 3) ([[καταθεματίζω]] / [[καταναθεματίζω]])發咒 4) ([[καταράομαι]])咒罵<br />'''出現次數''':總共(1);太(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 發咒(1) 太26:74 | ||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 3 October 2019
German (Pape)
[Seite 1365] verwünschen, N. T.
French (Bailly abrégé)
anathématiser, maudire ; proférer des imprécations.
Étymologie: κατανάθεμα.
English (Strong)
from κατά (intensive) and ἀναθεματίζω; to imprecate: curse.
Greek Monolingual
καταναθεματίζω (Α)
1. καταριέμαι κάποιον
2. διαβεβαιώνω κάποιον για την αλήθεια τών λόγων μου χρησιμοποιώντας κατάρες κατά του εαυτού μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀναθεματίζω.
Greek Monotonic
καταναθεμᾰτίζω: μέλ. -σω, καταριέμαι, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
[from κατανάθεμα fut. σω
to curse, NTest.
Chinese
原文音譯:katanaqemat⋯zw 卡特-安那-帖馬提索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-向上-安置的
字義溯源:發咒;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἀναθεματίζω)=宣告,起誓)組成;其中 (ἀναθεματίζω)出自(ἀνάθεμα)=被革除,受咒詛), (ἀνάθεμα)出自(ἀνατίθημι)=宣布),而 (ἀνατίθημι)又由(ἀνά)*=上)與(τίθημι)*=設立,安放)組成。
同義字:1) (ἀναθεματίζω)宣告,起誓 2) (κατάθεμα / κατανάθεμα)咒詛 3) (καταθεματίζω / καταναθεματίζω)發咒 4) (καταράομαι)咒罵
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 發咒(1) 太26:74