αὐτοκατάκριτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
(c1)
(cc1)
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':aÙtokat£kritoj 凹拖-卡他-克里拖士<p>'''詞類次數''':形容詞(1)<p>'''原文字根''':同一的-向下-審判的<p>'''字義溯源''':自己定罪,自責的,自知不是;由([[αὐτός]])=自己)與([[κατακρίνω]])=判罪)組成;其中 ([[αὐτός]])出自([[Ἀττάλεια]])X*=反身),而 ([[κατακρίνω]])又由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[κρίνω]])*=辨別)組成<p/>'''出現次數''':總共(1);多(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 自己定罪自己(1) 多3:11
|sngr='''原文音譯''':aÙtokat£kritoj 凹拖-卡他-克里拖士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':同一的-向下-審判的<br />'''字義溯源''':自己定罪,自責的,自知不是;由([[αὐτός]])=自己)與([[κατακρίνω]])=判罪)組成;其中 ([[αὐτός]])出自([[Ἀττάλεια]])X*=反身),而 ([[κατακρίνω]])又由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[κρίνω]])*=辨別)組成<br />'''出現次數''':總共(1);多(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 自己定罪自己(1) 多3:11
}}
}}

Revision as of 13:15, 3 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοκατάκρῐτος Medium diacritics: αὐτοκατάκριτος Low diacritics: αυτοκατάκριτος Capitals: ΑΥΤΟΚΑΤΑΚΡΙΤΟΣ
Transliteration A: autokatákritos Transliteration B: autokatakritos Transliteration C: aftokatakritos Beta Code: au)tokata/kritos

English (LSJ)

ον,

   A self-condemned, Ep.Tit.3.11, Ph.2.652.

German (Pape)

[Seite 397] durch sich selbst verurtheilt, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοκατάκρῐτος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ κατακρινόμενος, Ἐπιστ. π. Τιτ. γʹ, 11, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se condamne soi-même.
Étymologie: αὐτός, κατακρίνω.

Spanish (DGE)

-ον
1 que se condena a sí mismo αἱρετικὸς ἄνθρωπος Ep.Tit.3.11.
2 adv. -ως como condenándose a sí mismo τίς δὲ κοσμήσει τὸν αὐ. ἑαυτὸν διαστρέφοντα; Epiph.Const.Haer.42.11.

English (Strong)

from αὐτός and a derivative or κατακρίνω; self-condemned: condemned of self.

English (Thayer)

ἀυτοκατακριτον (αὐτός, κατακρίνω), self-condemned: Winer's Grammar, § 34,3)).

Greek Monolingual

αὐτοκατάκριτος, -ον (AM) κατακρίνω
εκείνος του οποίου τα έργα επισύρουν την κατάκριση, ο αξιοκατάκριτος.

Greek Monotonic

αὐτοκατάκρῐτος: -ον (κατακρίνω), αυτός που κατακρίνει, καταδικάζει τον εαυτό του, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

αὐτοκατάκρῐτος: сам себя осудивший NT.

Middle Liddell

κατακρίνω
self-condemned, NTest.

Chinese

原文音譯:aÙtokat£kritoj 凹拖-卡他-克里拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:同一的-向下-審判的
字義溯源:自己定罪,自責的,自知不是;由(αὐτός)=自己)與(κατακρίνω)=判罪)組成;其中 (αὐτός)出自(Ἀττάλεια)X*=反身),而 (κατακρίνω)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(κρίνω)*=辨別)組成
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編
1) 自己定罪自己(1) 多3:11