παραδιατριβή: Difference between revisions
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
(c2) |
(cc2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':paradiatrib» 爬拉-笛阿-特里卑< | |sngr='''原文音譯''':paradiatrib» 爬拉-笛阿-特里卑<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':在旁-經過-磨損<br />'''字義溯源''':錯誤應用,無理取鬧,爭論,爭競,時常不和,不斷爭競,頑強競爭,互相激怒;由([[παρά]])*=旁,出於)與([[διατρίβω]])=消磨)組成;其中 ([[διατρίβω]])又由([[διά]])*=通過)與([[τρίβος]])=路徑,走踏成路)組成;而 ([[τρίβος]])又出自([[τρίβος]])X*=磨擦)<br />'''出現次數''':總共(1);提前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 不斷爭競(1) 提前6:5 | ||
}} | }} |
Revision as of 14:10, 3 October 2019
German (Pape)
[Seite 476] ἡ, unnütze Beschäftigung, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
παραδιατρῐβή: ἡ, ἀνωφελής, ματαία συζήτησις, ἴδε διαπαρατριβή.
English (Strong)
from a compound of παρά and διατρίβω; misemployment, i.e. meddlesomeness: perverse disputing.
English (Thayer)
παραδιατριβης, ἡ, useless occupation, empty business, misemployment (see παρά, IV:2): (cf. Winer s Grammar, 102 (96)), see διαπαρατριβή. Not found elsewhere; (cf. παραδιατυπόω in Justinian (in Koumanoudes, Λεξεις ἀθησαυρος, under the word)).
Greek Monolingual
ή, Α
ανώφελη συζήτηση ή μάταιη ασχολία («παραδιατριβαί διεφθαρμένων ἀνθρώπων τὸν νοῡν καὶ ἀπεστερημένων τῆς ἀληθείας», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- διατριβή (< διατρίβω)].
Russian (Dvoretsky)
παραδιατριβή: ἡ пустое занятие (NT - v. l. διαπαρατριβή).
Chinese
原文音譯:paradiatrib» 爬拉-笛阿-特里卑
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在旁-經過-磨損
字義溯源:錯誤應用,無理取鬧,爭論,爭競,時常不和,不斷爭競,頑強競爭,互相激怒;由(παρά)*=旁,出於)與(διατρίβω)=消磨)組成;其中 (διατρίβω)又由(διά)*=通過)與(τρίβος)=路徑,走踏成路)組成;而 (τρίβος)又出自(τρίβος)X*=磨擦)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 不斷爭競(1) 提前6:5