переплывать: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(5) |
(No difference)
|
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(5) |
(No difference)
|
διαβάλλω, μεθορμίζω, μετορμίζω, πορθμεύω, περάω, διανήχομαι, διανέω, διεκπλέω, διεκπλώω, διαπλέω, περαιόω, διακολυμβάω, περιπλέω, περιπλώω, διαπεράω, διαβαίνω