διανήχομαι
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
= διανέω, Hellanic.111J., J.AJ13.1.3, Plu.Luc.10, Ael.NA6.15, Palaeph.30, Porph.Abst.2.5; of sound, penetrate, Erinna 3: metaph., δ. τὸν βίον Vett. Val.68.12.
Spanish (DGE)
• Morfología: [act. aor. part. διανήξας Call.Fr.399 (cód.), Meth.Sym. et Ann.M.18.373D]
1 c. ac. de extensión atravesar a nado πόρον τῆς θαλάττης Hellanic.111, Αἰγαῖον Call.l.c., πόντον Alex.Eph.SHell.38, τὸν ποταμόν D.C.45.31.1, cf. 65.19.2, 69.9.6
•fig. διανήχεσθαι τὰ ἐν αὐτοῖς (βίβλοις) κύματα atravesar a nado el oleaje que hay en ellos (en los libros) Clem.Al.Strom.5.14.140, τὸ πέλαγος τῶν ἁγίων γραφῶν Seuerian.Inc.679, δ. τὸν βίον hacer la travesía de la vida Sch.Pi.O.6.176.
2 c. prep. y ac. de direcc. lanzarse a nado ἐπὶ τὰς τριήρεις D.S.14.102, πρὸς τὴν γῆν D.S.13.71, cf. Aesop.223, πρὸς τὴν πόλιν Plu.Luc.10, εἰς τὸν ποταμὸν I.AI 13.14
•fig., de un sonido εἰς Ἀΐδαν κενεὰ διανήχεται ἀχώ prob. al atravesar el Aqueronte, Erinn.SHell.402
•c. ac. obj., en aor. ganar a nado πρὸς λίμνην τινὰ ἐλθὼν διενήξατο αὐτήν D.C.41.39.2
•abs. nadar κριὸν ... διανήχεσθαι Palaeph.30, ὡς γῇ προσέξων τὸ σῶμα καὶ διανηξόμενος Plu.2.1103e, cf. Aesop.30, διανηχομένων ... αὐτῶν mientras nadaban Ael.NA 6.15, fig. σωτηρίως ἐκ τοῦ παρθενικοῦ πελάγους Meth.l.c.
•flotar μῆλον ... ἐν τοῖς ὕδασι Aristaenet.1.3.28.
German (Pape)
[Seite 592] 1) = διανέω; πρὸς τὴν πόλιν Plut. Lucull. 10; εἰς Σικελίαν Apollod. 2, 5, 10; ὡς γῇ προσέξων τὸ σῶμα καὶ διανηξόμενος, d. i. durch Schwimmen sich retten, Plut. am. posse 23. – 2) um die Wette schwimmen, Ael. H. A. 6, 15.
French (Bailly abrégé)
1 traverser à la nage;
2 lutter à la nage.
Étymologie: διά, νήχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διανήχομαι [διά, νήχω] overzwemmen; met εἰς + acc, met πρός + acc.: εἰς τὴν πόλιν naar de stad Plut. Luc. 10.1
Russian (Dvoretsky)
διανήχομαι: переплывать, добираться вплавь (πρὸς τὴν πόλιν Plut.).
Greek Monotonic
διανήχομαι: μέλ. -ξομαι, αποθ., = διανέω, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
διανήχομαι: μέλλ. -ξομαι, = διανέω, Ἑλλάνικ. Ἀποσπ. 97, Πλούτ. Λουκύλλ. 10· ἐπὶ ἤχου, διεισδύομαι, Ἤριννα 1 Bgk. ΙΙ. διαγωνίχομαι εἰς τὸ κολύμβημα, Αἰλ. π. Ζ. 6. 15.