неумолимый: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀτέραμνος]], [[δυσπαρήγορος]], [[δυσπαραίτητος]], [[δυσπειθής]], [[ἀθώπευτος]], [[ἀκίχητος]], [[ἀτελεύτητος]], [[ἄτροπος]], [[ἀδάματος]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[ἀστεμφής]], [[ἀκήλητος]], [[ἀδάμαστος]], [[ἀδάμας]], [[ἀμετάπειστος]], [[ἄτεγκτος]], [[ἀπράϋντος]], [[ἀπρηϋντος]], [[ἄσαντος]], [[ἀμείλικτος]], [[ἀπαραίτητος]], [[ἀπαράμυθος]], [[δυσμείλικτος]], [[ἀπαραμύθητος]], [[ἄθελκτος]], [[ἄλλιστος]], [[ἀνίλαστος]], [[σχέτλιος]], [[διανταῖος]], [[δυσκίνητος]], [[δυσκίνατος]], [[δυσκάθαρτος]], [[σκιρός]] | |rueltext=[[ὠμός]], [[δυσάρεστος]], [[ἀτέραμνος]], [[δυσπαρήγορος]], [[δυσπαραίτητος]], [[δυσπειθής]], [[ἀθώπευτος]], [[ἀκίχητος]], [[ἀτελεύτητος]], [[ἄτροπος]], [[ἀδάματος]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[ἀστεμφής]], [[ἀκήλητος]], [[ἀδάμαστος]], [[ἀδάμας]], [[ἀμετάπειστος]], [[ἄτεγκτος]], [[ἀπράϋντος]], [[ἀπρηϋντος]], [[ἄσαντος]], [[ἀμείλικτος]], [[ἀπαραίτητος]], [[ἀπαράμυθος]], [[δυσμείλικτος]], [[ἀπαραμύθητος]], [[ἄθελκτος]], [[ἄλλιστος]], [[ἀνίλαστος]], [[σχέτλιος]], [[διανταῖος]], [[δυσκίνητος]], [[δυσκίνατος]], [[δυσκάθαρτος]], [[σκιρός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:30, 15 October 2019
Russian > Greek
ὠμός, δυσάρεστος, ἀτέραμνος, δυσπαρήγορος, δυσπαραίτητος, δυσπειθής, ἀθώπευτος, ἀκίχητος, ἀτελεύτητος, ἄτροπος, ἀδάματος, ἀπαρηγόρητος, ἀστεμφής, ἀκήλητος, ἀδάμαστος, ἀδάμας, ἀμετάπειστος, ἄτεγκτος, ἀπράϋντος, ἀπρηϋντος, ἄσαντος, ἀμείλικτος, ἀπαραίτητος, ἀπαράμυθος, δυσμείλικτος, ἀπαραμύθητος, ἄθελκτος, ἄλλιστος, ἀνίλαστος, σχέτλιος, διανταῖος, δυσκίνητος, δυσκίνατος, δυσκάθαρτος, σκιρός