неумолимый: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
(4)
 
(DvTab)
 
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[ἀτέραμνος]], [[δυσπαρήγορος]], [[δυσπαραίτητος]], [[δυσπειθής]], [[ἀθώπευτος]], [[ἀκίχητος]], [[ἀτελεύτητος]], [[ἄτροπος]], [[ἀδάματος]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[ἀστεμφής]], [[ἀκήλητος]], [[ἀδάμαστος]], [[ἀδάμας]], [[ἀμετάπειστος]], [[ἄτεγκτος]], [[ἀπράϋντος]], [[ἀπρηϋντος]], [[ἄσαντος]], [[ἀμείλικτος]], [[ἀπαραίτητος]], [[ἀπαράμυθος]], [[δυσμείλικτος]], [[ἀπαραμύθητος]], [[ἄθελκτος]], [[ἄλλιστος]], [[ἀνίλαστος]], [[σχέτλιος]], [[διανταῖος]], [[δυσκίνητος]], [[δυσκίνατος]], [[δυσκάθαρτος]], [[σκιρός]]
|rueltext=[[ὠμός]], [[δυσάρεστος]], [[ἀτέραμνος]], [[δυσπαρήγορος]], [[δυσπαραίτητος]], [[δυσπειθής]], [[ἀθώπευτος]], [[ἀκίχητος]], [[ἀτελεύτητος]], [[ἄτροπος]], [[ἀδάματος]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[ἀστεμφής]], [[ἀκήλητος]], [[ἀδάμαστος]], [[ἀδάμας]], [[ἀμετάπειστος]], [[ἄτεγκτος]], [[ἀπράϋντος]], [[ἀπρηϋντος]], [[ἄσαντος]], [[ἀμείλικτος]], [[ἀπαραίτητος]], [[ἀπαράμυθος]], [[δυσμείλικτος]], [[ἀπαραμύθητος]], [[ἄθελκτος]], [[ἄλλιστος]], [[ἀνίλαστος]], [[σχέτλιος]], [[διανταῖος]], [[δυσκίνητος]], [[δυσκίνατος]], [[δυσκάθαρτος]], [[σκιρός]]
}}
}}

Latest revision as of 07:30, 15 October 2019