содействовать: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(7) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[συντελέω]], [[συνηρετμέω]], [[συνεπιλαμβάνω]], [[συνεργέω]], [[συνεργάζομαι]], [[συνδράω]], [[παραπράσσω]], [[παραπράττω]], [[παραπρήσσω]], [[ἀρήγω]], [[ὑπηρετέω]], [[συναγωνίζομαι]], [[συμμαχέω]], [[συμπράσσω]], [[συμπράττω]], [[συμπρήσσω]], [[συνέρδω]], [[συνυπουργέω]], [[βοηθέω]] | |rueltext=[[ὑπάρχω]], [[συγκατεργάζομαι]], [[προφέρω]], [[συντελέω]], [[συνηρετμέω]], [[συνεπιλαμβάνω]], [[συνεργέω]], [[συνεργάζομαι]], [[συνδράω]], [[παραπράσσω]], [[παραπράττω]], [[παραπρήσσω]], [[ἀρήγω]], [[ὑπηρετέω]], [[συναγωνίζομαι]], [[συμμαχέω]], [[συμπράσσω]], [[συμπράττω]], [[συμπρήσσω]], [[συνέρδω]], [[συνυπουργέω]], [[βοηθέω]], [[συνάπτω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:54, 15 October 2019
Russian > Greek
ὑπάρχω, συγκατεργάζομαι, προφέρω, συντελέω, συνηρετμέω, συνεπιλαμβάνω, συνεργέω, συνεργάζομαι, συνδράω, παραπράσσω, παραπράττω, παραπρήσσω, ἀρήγω, ὑπηρετέω, συναγωνίζομαι, συμμαχέω, συμπράσσω, συμπράττω, συμπρήσσω, συνέρδω, συνυπουργέω, βοηθέω, συνάπτω