συνέρδω

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέρδω Medium diacritics: συνέρδω Low diacritics: συνέρδω Capitals: ΣΥΝΕΡΔΩ
Transliteration A: synérdō Transliteration B: synerdō Transliteration C: synerdo Beta Code: sune/rdw

English (LSJ)

fut. -έρξω (v. infr.), co-operate, help, S.El.350; κειμένῳ οὐκ εἶ ξυνέρξων; Id.Tr.83.

German (Pape)

[Seite 1020] (s. ἔρδω), mitthun, Soph. El. 342, ξυνέρξων Trach. 83.

French (Bailly abrégé)

f. συνέρξω;
faire avec, aider.
Étymologie: σύν, ἔρδω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-έρδω meewerken, meehelpen.

Russian (Dvoretsky)

συνέρδω: (fut. συνέρξω) содействовать, помогать Soph.

Greek Monolingual

Α
συμπράττω, συνεργώ να γίνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἔρδω «κάνω κάτι, εκτελώ»].

Greek Monotonic

συνέρδω: μέλ. -ξω, συντελώ, συμπράττω, βοηθώ, συνεργώ, τινί, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

συνέρδω: μέλλ. -ξω, συμπράττω εἴς τι ἔργον, συνεργῶ, βοηθῶ, τινι Σοφ. Ἠλ. 350, Τρ. 83.

Middle Liddell

fut. ξω
to join in a work, help, τινί Soph.