συνέρδω
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
English (LSJ)
fut. -έρξω (v. infr.), co-operate, help, S.El.350; κειμένῳ οὐκ εἶ ξυνέρξων; Id.Tr.83.
German (Pape)
[Seite 1020] (s. ἔρδω), mitthun, Soph. El. 342, ξυνέρξων Trach. 83.
French (Bailly abrégé)
f. συνέρξω;
faire avec, aider.
Étymologie: σύν, ἔρδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-έρδω meewerken, meehelpen.
Russian (Dvoretsky)
συνέρδω: (fut. συνέρξω) содействовать, помогать Soph.
Greek Monolingual
Α
συμπράττω, συνεργώ να γίνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἔρδω «κάνω κάτι, εκτελώ»].
Greek Monotonic
συνέρδω: μέλ. -ξω, συντελώ, συμπράττω, βοηθώ, συνεργώ, τινί, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
συνέρδω: μέλλ. -ξω, συμπράττω εἴς τι ἔργον, συνεργῶ, βοηθῶ, τινι Σοφ. Ἠλ. 350, Τρ. 83.