содействовать
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Russian > Greek
ὑπάρχω, συγκατεργάζομαι, προφέρω, συντελέω, συνηρετμέω, συνεπιλαμβάνω, συνεργέω, συνεργάζομαι, συνδράω, παραπράσσω, παραπράττω, παραπρήσσω, ἀρήγω, ὑπηρετέω, συναγωνίζομαι, συμμαχέω, συμπράσσω, συμπράττω, συμπρήσσω, συνέρδω, συνυπουργέω, βοηθέω, συνάπτω