падать: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
(DvTab) Tag: Replaced |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐκπίπτω]] | |rueltext=[[βάλλω]], [[κλίνω]], [[ἐρείδω]], [[ἐξερείπω]], [[ἐγκαταπίπτω]], [[ἐπεισπίπτω]], [[ἐπεσπίπτω]], [[ἐκπίπτω]], [[κατανίφω]], [[νίφω]], [[γδουπέω]], [[δουπέω]], [[κατακυλίω]], [[ἐνσκήπτω]], [[ἀποσκήπτω]], [[σφαλμάω]], [[σφαλμέω]], [[ἐπικαταπίπτω]], [[συμπίπτω]], [[περιπίπτω]], [[ἐμπλήσσω]], [[ἐμπλήττω]], [[ἐνιπλήσσω]], [[προπροκυλίνδομαι]], [[ἐπιβρίθω]], [[ἐμπίπτω]], [[ἐπιπίπτω]], [[ὑποπίπτω]], [[καταπίπτω]], [[ὑποσκελίζω]], [[ὀκλάζω]], [[ἐρείπω]], [[ὑπερείπω]], [[συγκρημνίζω]], [[ἐπολισθάνω]], [[ἐπικαταρρέω]], [[κάτειμι]], [[κοπάζω]], [[καταρρέω]], [[ἐπιβάλλω]], [[κατέρχομαι]], [[ἠμύω]], [[ῥέπω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:15, 15 October 2019
Russian > Greek
βάλλω, κλίνω, ἐρείδω, ἐξερείπω, ἐγκαταπίπτω, ἐπεισπίπτω, ἐπεσπίπτω, ἐκπίπτω, κατανίφω, νίφω, γδουπέω, δουπέω, κατακυλίω, ἐνσκήπτω, ἀποσκήπτω, σφαλμάω, σφαλμέω, ἐπικαταπίπτω, συμπίπτω, περιπίπτω, ἐμπλήσσω, ἐμπλήττω, ἐνιπλήσσω, προπροκυλίνδομαι, ἐπιβρίθω, ἐμπίπτω, ἐπιπίπτω, ὑποπίπτω, καταπίπτω, ὑποσκελίζω, ὀκλάζω, ἐρείπω, ὑπερείπω, συγκρημνίζω, ἐπολισθάνω, ἐπικαταρρέω, κάτειμι, κοπάζω, καταρρέω, ἐπιβάλλω, κατέρχομαι, ἠμύω, ῥέπω