падать: Difference between revisions
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
(DvTab) Tag: Replaced |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐκπίπτω]] | |rueltext=[[βάλλω]], [[κλίνω]], [[ἐρείδω]], [[ἐξερείπω]], [[ἐγκαταπίπτω]], [[ἐπεισπίπτω]], [[ἐπεσπίπτω]], [[ἐκπίπτω]], [[κατανίφω]], [[νίφω]], [[γδουπέω]], [[δουπέω]], [[κατακυλίω]], [[ἐνσκήπτω]], [[ἀποσκήπτω]], [[σφαλμάω]], [[σφαλμέω]], [[ἐπικαταπίπτω]], [[συμπίπτω]], [[περιπίπτω]], [[ἐμπλήσσω]], [[ἐμπλήττω]], [[ἐνιπλήσσω]], [[προπροκυλίνδομαι]], [[ἐπιβρίθω]], [[ἐμπίπτω]], [[ἐπιπίπτω]], [[ὑποπίπτω]], [[καταπίπτω]], [[ὑποσκελίζω]], [[ὀκλάζω]], [[ἐρείπω]], [[ὑπερείπω]], [[συγκρημνίζω]], [[ἐπολισθάνω]], [[ἐπικαταρρέω]], [[κάτειμι]], [[κοπάζω]], [[καταρρέω]], [[ἐπιβάλλω]], [[κατέρχομαι]], [[ἠμύω]], [[ῥέπω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:15, 15 October 2019
Russian > Greek
βάλλω, κλίνω, ἐρείδω, ἐξερείπω, ἐγκαταπίπτω, ἐπεισπίπτω, ἐπεσπίπτω, ἐκπίπτω, κατανίφω, νίφω, γδουπέω, δουπέω, κατακυλίω, ἐνσκήπτω, ἀποσκήπτω, σφαλμάω, σφαλμέω, ἐπικαταπίπτω, συμπίπτω, περιπίπτω, ἐμπλήσσω, ἐμπλήττω, ἐνιπλήσσω, προπροκυλίνδομαι, ἐπιβρίθω, ἐμπίπτω, ἐπιπίπτω, ὑποπίπτω, καταπίπτω, ὑποσκελίζω, ὀκλάζω, ἐρείπω, ὑπερείπω, συγκρημνίζω, ἐπολισθάνω, ἐπικαταρρέω, κάτειμι, κοπάζω, καταρρέω, ἐπιβάλλω, κατέρχομαι, ἠμύω, ῥέπω