усваивать: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug
(7) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐγκομβόομαι]], [[κατακρατέω]], [[μεταποιέω]], [[εἰσδέχομαι]], [[ἐσδέχομαι]], [[ἐσδέκομαι]], [[παρακτάομαι]], [[ἐκμελετάω]], [[μανθάνω]] | |rueltext=[[ὑπακούω]], [[ἐκλαμβάνω]], [[ἀναλαμβάνω]], [[κατανοέω]], [[περιλαμβάνω]], [[κατέχω]], [[ἐκδέχομαι]], [[νομίζω]], [[καταλαμβάνω]], [[δέχομαι]], [[ἐφέλκω]], [[συλλαμβάνω]], [[ἐγκομβόομαι]], [[κατακρατέω]], [[μεταποιέω]], [[εἰσδέχομαι]], [[ἐσδέχομαι]], [[ἐσδέκομαι]], [[παρακτάομαι]], [[ἐκμελετάω]], [[μανθάνω]], [[διαφορέω]], [[διοικέω]], [[κρατέω]], [[μεταβάλλω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:20, 15 October 2019
Russian > Greek
ὑπακούω, ἐκλαμβάνω, ἀναλαμβάνω, κατανοέω, περιλαμβάνω, κατέχω, ἐκδέχομαι, νομίζω, καταλαμβάνω, δέχομαι, ἐφέλκω, συλλαμβάνω, ἐγκομβόομαι, κατακρατέω, μεταποιέω, εἰσδέχομαι, ἐσδέχομαι, ἐσδέκομαι, παρακτάομαι, ἐκμελετάω, μανθάνω, διαφορέω, διοικέω, κρατέω, μεταβάλλω