утверждать: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(7) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἰσχυρίζομαι]], [[φάσκω]], [[μυθέω]], [[θεμελιόω]], [[ἐκβεβαιόομαι]], [[κατακυρόω]], [[δογματίζω]], [[μαρτύρομαι]], [[ἐπισφραγίζομαι]], [[καταχράομαι]], [[δοκιμάζω]], [[στεῦμαι]], [[καταρριζόω]], [[στηρίζω]], [[ἐπικυρόω]], [[κατάφημι]], [[ἐπιβεβαιόω]], [[κυρόω]], [[καταβεβαιόομαι]] | |rueltext=[[κατηγορέω]], [[φέρω]], [[σφραγίζω]], [[πήγνυμι]], [[ἀμφισβητέω]], [[ἰσχυρίζομαι]], [[φάσκω]], [[μυθέω]], [[θεμελιόω]], [[ἐκβεβαιόομαι]], [[κατακυρόω]], [[δογματίζω]], [[μαρτύρομαι]], [[ἐπισφραγίζομαι]], [[καταχράομαι]], [[δοκιμάζω]], [[στεῦμαι]], [[καταρριζόω]], [[στηρίζω]], [[ἐπικυρόω]], [[κατάφημι]], [[ἐπιβεβαιόω]], [[κυρόω]], [[καταβεβαιόομαι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:25, 15 October 2019
Russian > Greek
κατηγορέω, φέρω, σφραγίζω, πήγνυμι, ἀμφισβητέω, ἰσχυρίζομαι, φάσκω, μυθέω, θεμελιόω, ἐκβεβαιόομαι, κατακυρόω, δογματίζω, μαρτύρομαι, ἐπισφραγίζομαι, καταχράομαι, δοκιμάζω, στεῦμαι, καταρριζόω, στηρίζω, ἐπικυρόω, κατάφημι, ἐπιβεβαιόω, κυρόω, καταβεβαιόομαι