κατακυρόω

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακῡρόω Medium diacritics: κατακυρόω Low diacritics: κατακυρόω Capitals: ΚΑΤΑΚΥΡΟΩ
Transliteration A: katakyróō Transliteration B: katakyroō Transliteration C: katakyroo Beta Code: katakuro/w

English (LSJ)

confirm, ratify, Arist.Ath.47.2; κατακυρόω τὴν ὠνήν = confirm a contract with a tax-farmer, J.AJ12.4.4:—Pass., to be ratified, Thphr. Fr.97.1; to be fulfilled, S.Ant.936 (anap.); ψήφῳ θανάτου κατακυρωθείς = condemned to death, E.Or.1013 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1358] bestätigen, bestimmen; μὴ οὐ τάδε ταύτῃ κατακυροῦσθαι Soph. Ant. 927; bei der Auktion Einem zuschlagen, Sp. Aber ψήφῳ θανάτου κατακυρωθείς ist = verurtheilt, Eur. Or. 1011.

French (Bailly abrégé)

κατακυρῶ :
confirmer, ratifier.
Étymologie: κατά, κυρόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κυρόω, pass. bekrachtigd worden:; ψήφῳ θανάτου κατακυρωθείς bij stemming tot de dood veroordeeld Eur. Or. 1013; vervuld worden:. μὴ οὐ τάδε ταύτῃ κατακυροῦσθαι dat dit niet zo vervuld wordt Soph. Ant. 936.

Russian (Dvoretsky)

κατακῡρόω: определять, устанавливать, утверждать: θαρσεῖν οὐδὲν παραμυθοῦμαι, μὴ οὐ τάδε ταύτῃ κατακυροῦσθαι Soph. я не берусь утешать (тебя тем), будто эти (мои указания) не будут приведены в исполнение; ψήφῳ θανάτου κατακυρωθείς Eur. приговоренный к смерти.

Greek Monotonic

κατακῡρόω: μέλ. -ώσω, επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω, σε Σοφ. — Παθ., ψήφῳ θανάτου κατακυρωθείς = κατακριθείς, ο καταδικασμένος σε θάνατο, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κατακῡρόω: ἐπιβεβαιῶ, δίδω κῦρος ἢ ἔγκυρον ποιῶ, τι· μὴ οὐ τάδε ταύτῃ κατακυροῦσθαι Σοφ. Ἀντ. 936, ὅτι ταῦτα δὲν πραγματοποιοῦνται οὕτω· κ. τὴν ὠνήν, ἐπικυρῶ, «κατακυρώνω» τὴν ἀγορὰν ἐν δημοπρασίᾳ, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 4, 4.- Παθ., ψήφῳ θανάτου κατακυρωθείς,= κατακριθείς, καταδικασθεὶς εἰς θάνατον, Εὐρ. Ὀρ. 1013.

Middle Liddell

fut. ώσω
to confirm, ratify, Soph.:—Pass., ψήφῳ θανάτου κατακυρωθείς, = κατακριθείς, condemned to death, Eur.