утверждать: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(7) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἰσχυρίζομαι]], [[φάσκω]], [[μυθέω]], [[θεμελιόω]], [[ἐκβεβαιόομαι]], [[κατακυρόω]], [[δογματίζω]], [[μαρτύρομαι]], [[ἐπισφραγίζομαι]], [[καταχράομαι]], [[δοκιμάζω]], [[στεῦμαι]], [[καταρριζόω]], [[στηρίζω]], [[ἐπικυρόω]], [[κατάφημι]], [[ἐπιβεβαιόω]], [[κυρόω]], [[καταβεβαιόομαι]] | |rueltext=[[κατηγορέω]], [[φέρω]], [[σφραγίζω]], [[πήγνυμι]], [[ἀμφισβητέω]], [[ἰσχυρίζομαι]], [[φάσκω]], [[μυθέω]], [[θεμελιόω]], [[ἐκβεβαιόομαι]], [[κατακυρόω]], [[δογματίζω]], [[μαρτύρομαι]], [[ἐπισφραγίζομαι]], [[καταχράομαι]], [[δοκιμάζω]], [[στεῦμαι]], [[καταρριζόω]], [[στηρίζω]], [[ἐπικυρόω]], [[κατάφημι]], [[ἐπιβεβαιόω]], [[κυρόω]], [[καταβεβαιόομαι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:25, 15 October 2019
Russian > Greek
κατηγορέω, φέρω, σφραγίζω, πήγνυμι, ἀμφισβητέω, ἰσχυρίζομαι, φάσκω, μυθέω, θεμελιόω, ἐκβεβαιόομαι, κατακυρόω, δογματίζω, μαρτύρομαι, ἐπισφραγίζομαι, καταχράομαι, δοκιμάζω, στεῦμαι, καταρριζόω, στηρίζω, ἐπικυρόω, κατάφημι, ἐπιβεβαιόω, κυρόω, καταβεβαιόομαι