производить: Difference between revisions
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐμποιέω]], [[ἄγω]], [[ἀπεργάζομαι]], [[ἀνατέλλω]], [[ἀντέλλω]], [[τεχνάω]], [[ἐκποιέω]], [[ἀναφαίνω]], [[ἀμφαίνω]], [[συναποτίκτω]], [[συνεκτίκτω]], [[ἐκκαρπίζομαι]], [[παρονομάζω]], [[ἐξανατέλλω]], [[ἐκκαρπόομαι]], [[ἐναπεργάζομαι]], [[ἐνδημιουργέω]], [[κατοικίζω]], [[συγγεννάω]] | |rueltext=[[σπάω]], [[ἐκδίδωμι]], [[ἀνίημι]], [[φέρω]], [[ἐμποιέω]], [[ἄγω]], [[ἀπεργάζομαι]], [[ἀνατέλλω]], [[ἀντέλλω]], [[τεχνάω]], [[ἐκποιέω]], [[ἀναφαίνω]], [[ἀμφαίνω]], [[συναποτίκτω]], [[συνεκτίκτω]], [[ἐκκαρπίζομαι]], [[παρονομάζω]], [[ἐξανατέλλω]], [[ἐκκαρπόομαι]], [[ἐναπεργάζομαι]], [[ἐνδημιουργέω]], [[κατοικίζω]], [[συγγεννάω]], [[παράγω]], [[ἐργάζομαι]], [[κατεργάζομαι]], [[ἐξάγω]], [[τίκτω]], [[θαλέθω]], [[ἐξανθέω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 15 October 2019
Russian > Greek
σπάω, ἐκδίδωμι, ἀνίημι, φέρω, ἐμποιέω, ἄγω, ἀπεργάζομαι, ἀνατέλλω, ἀντέλλω, τεχνάω, ἐκποιέω, ἀναφαίνω, ἀμφαίνω, συναποτίκτω, συνεκτίκτω, ἐκκαρπίζομαι, παρονομάζω, ἐξανατέλλω, ἐκκαρπόομαι, ἐναπεργάζομαι, ἐνδημιουργέω, κατοικίζω, συγγεννάω, παράγω, ἐργάζομαι, κατεργάζομαι, ἐξάγω, τίκτω, θαλέθω, ἐξανθέω