изменение: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(3) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[καινοτομία]], [[ἀλλοίωσις]], [[μετατροπή]], [[μετατροπά]], [[ἑτεροίωσις]], [[καινουργία]], [[μετα-]], [[ἐξαλλαγή]], [[μετάπτωσις]], [[ἀλλαγή]], [[ἀλλαγά]], [[μετάβασις]], [[στροφή]], [[μεταβολή]], [[παράλλαξις]], [[παρατροπή]], [[ἀλλοιότης]], [[παραλλαγή]], [[μετάληψις]] | |rueltext=[[καινοτομία]], [[ἀλλοίωσις]], [[μετατροπή]], [[μετατροπά]], [[ἑτεροίωσις]], [[καινουργία]], [[μετα-]], [[ἐξαλλαγή]], [[μετάπτωσις]], [[ἀλλαγή]], [[ἀλλαγά]], [[μετάβασις]], [[στροφή]], [[μεταβολή]], [[παράλλαξις]], [[παρατροπή]], [[ἀλλοιότης]], [[παραλλαγή]], [[μετάληψις]], [[μετάστασις]], [[συμπότης]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:35, 18 October 2019
Russian > Greek
καινοτομία, ἀλλοίωσις, μετατροπή, μετατροπά, ἑτεροίωσις, καινουργία, μετα-, ἐξαλλαγή, μετάπτωσις, ἀλλαγή, ἀλλαγά, μετάβασις, στροφή, μεταβολή, παράλλαξις, παρατροπή, ἀλλοιότης, παραλλαγή, μετάληψις, μετάστασις, συμπότης