неразумный: Difference between revisions

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
(ru-m-18-oct)
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],")
 
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[ἀλόγιστος]] ;; [[ἀσύνετος]] ;; [[ἀξύνετος]] ;; [[ἀεσίφρων]] ;; [[κακόβουλος]] ;; [[κακόφρων]] ;; [[νηπίαχος]] ;; [[νήπιος]] ;; [[ἀδοξοποιητός]] ;; [[ἀσυλλόγιστος]] ;; [[ἀσύννοος]] ;; [[ἀσύννους]] ;; [[παράλογος]] ;; [[ἀδιανόητος]] ;; [[ἄνοος]] ;; [[ἄνους]] ;; [[μωρός]] ;; [[μῶρος]] ;; [[ἀγνώμων]] ;; [[ἀνοήμων]] ;; [[ὀλιγόφρων]] ;; [[ἀνόητος]] ;; [[ἔμπληκτος]] ;; [[ἄλογος]]
|rueltext=[[ἀλόγιστος]], [[ἀσύνετος]], [[ἀξύνετος]], [[ἀεσίφρων]], [[κακόβουλος]], [[κακόφρων]], [[νηπίαχος]], [[νήπιος]], [[ἀδοξοποιητός]], [[ἀσυλλόγιστος]], [[ἀσύννοος]], [[ἀσύννους]], [[παράλογος]], [[ἀδιανόητος]], [[ἄνοος]], [[ἄνους]], [[μωρός]], [[μῶρος]], [[ἀγνώμων]], [[ἀνοήμων]], [[ὀλιγόφρων]], [[ἀνόητος]], [[ἔμπληκτος]], [[ἄλογος]]
}}
}}

Latest revision as of 18:15, 18 October 2019