ὀτραλέος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(1ba)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0405.png Seite 405]] <b class="b2">hurtig</b>, emsig, schnell; Hom. nur im a, dv., τοὶ δ' ὀτραλέως ἐπίθοντο, Il. 3, 260, παρὰ [[δεῖπνον]] ἔθηκας [[αἶψα]] καὶ ὀτραλέως, 19, 317, μάλ' ὀτραλέως, Od. 19, 100; sp. D., wie Opp. Hal. 2, 275; ὀτραλέαι ποτὶ [[μόρον]] [[κέλε]] υθοι, Qu. Sm. 11, 107; ἐπέδραμεν ὀτραλέως, Her. vit. Hom. 21.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0405.png Seite 405]] [[hurtig]], emsig, schnell; Hom. nur im a, dv., τοὶ δ' ὀτραλέως ἐπίθοντο, Il. 3, 260, παρὰ [[δεῖπνον]] ἔθηκας [[αἶψα]] καὶ ὀτραλέως, 19, 317, μάλ' ὀτραλέως, Od. 19, 100; sp. D., wie Opp. Hal. 2, 275; ὀτραλέαι ποτὶ [[μόρον]] [[κέλε]] υθοι, Qu. Sm. 11, 107; ἐπέδραμεν ὀτραλέως, Her. vit. Hom. 21.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 13:44, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀτρᾰλέος Medium diacritics: ὀτραλέος Low diacritics: οτραλέος Capitals: ΟΤΡΑΛΕΟΣ
Transliteration A: otraléos Transliteration B: otraleos Transliteration C: otraleos Beta Code: o)trale/os

English (LSJ)

η, ον, (cf. ὀτρύνω)

   A = ὀτρηρός, Opp.H.2.273, Q.S.11.107:— used by Hom. and Hes. only in Adv. -έως, quickly, readily, Il.3.260, Od.19.100, Hes.Sc.410, Sapph.Supp.20a.11, A.R.1.1210.

German (Pape)

[Seite 405] hurtig, emsig, schnell; Hom. nur im a, dv., τοὶ δ' ὀτραλέως ἐπίθοντο, Il. 3, 260, παρὰ δεῖπνον ἔθηκας αἶψα καὶ ὀτραλέως, 19, 317, μάλ' ὀτραλέως, Od. 19, 100; sp. D., wie Opp. Hal. 2, 275; ὀτραλέαι ποτὶ μόρον κέλε υθοι, Qu. Sm. 11, 107; ἐπέδραμεν ὀτραλέως, Her. vit. Hom. 21.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
rapide, agile.
Étymologie: cf. ὀτρηρός.

Greek Monolingual

ὀτραλέος, -η, -ον (Α)
οτρηρός.
επίρρ...
ὀτραλέως (Α)
1. γρήγορα, εσπευσμένα
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀξέως, δραστικῶς, ἐνεργῶς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὀτραλέως μαρτυρείται ήδη στην Ιλιάδα, ενώ το επίθ. ὀτραλέος μαρτυρείται πολύ αργότερα (για ετυμολ. βλ. λ. οτρύνω)].

Greek Monotonic

ὀτρᾰλέος: -α, -ον (βλ. ὀτρύνω), = το επόμ., χρησιμ. από Όμηρ. και Ησίοδ. μόνο στο επίρρ. ὀτρᾰλέως, γρήγορα, πρόθυμα.

Middle Liddell

ὀτρᾰλέος, η, ον, [v. ὀτρύνω = ὀτρηρός [used by Hom. and Hes. only in adv. ὀτρᾰλέως]
-ως, quickly, readily.