καρώ: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
(1b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=karo
|Transliteration C=karo
|Beta Code=karw/
|Beta Code=karw/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">caraway</b>, Dsc.3.57, <span class="bibl">Orib.3.2.3</span>: perh. to be read in <span class="bibl">Ath. 9.371e</span>.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[caraway]], Dsc.3.57, <span class="bibl">Orib.3.2.3</span>: perh. to be read in <span class="bibl">Ath. 9.371e</span>.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:50, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρώ Medium diacritics: καρώ Low diacritics: καρώ Capitals: ΚΑΡΩ
Transliteration A: karṓ Transliteration B: karō Transliteration C: karo Beta Code: karw/

English (LSJ)

ἡ,

   A caraway, Dsc.3.57, Orib.3.2.3: perh. to be read in Ath. 9.371e.

Greek Monolingual

(I)
καρώ, ἡ (Α)
το φυτό κάρον, το κύμινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί άλλο τ. της λ. κάρον και πιθ. παράγεται από τη λ. κάρ «ψείρα», λόγω της ομοιότητας του σπόρου του φυτού κάρον με την ψείρα. Κατ' άλλη άποψη, παράγεται από τη λ. κάρα «κεφαλή»].
(II)
καρώ, -όω (Α)
(η μτχ. αορ. ως ουσ.) oἱ καρούσαντες
αυτοί που κάνουν την εκτίμηση κάποιου πράγματος, οι εκτιμητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
(III)
καρῶ, -όω (Α)
βλ. καρώνω.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: cummin, Carum carvi (Dsc., Gal., Orib.); καρωτόν n. carrot (Ath. 9,371e?; uncertain); Lat. carota (Apic.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: A form of the word κάρον. From κάρα, head as κεφαλωτόν name of an onion from κεφαλή (thus Bq). The form in seems Pre-Greek.

Frisk Etymology German

καρώ: {karṓ}
Grammar: f.
Meaning: Kümmel, Carum carvi (Dsk., Gal., Orib., wohl auch Diph. Siph. ap. Ath. 9, 371e);
Derivative: καρωτόν n. Karotte, Möhre (Ath. l. c.?; Lesung sehr unsicher); lat. carota (Apic.).
Etymology : Wohl von κάρα, -η Kopf wie κεφαλωτόν Ben. einer Zwiebel von κεφαλή (ähnlich Bq).
Page 1,796