μετοχικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
(25)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metochikos
|Transliteration C=metochikos
|Beta Code=metoxiko/s
|Beta Code=metoxiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">relating to a partnership</b>, PStrassb. 116.10 (i A. D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">participial</b>, <b class="b3">ὄνομα, σύνταξις</b>, D.H.<span class="title">Amm.</span>2.12, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>84.23</span>, cf. <span class="bibl">Eust.32.33</span>, <span class="bibl">138.15</span>. Adv. -κῶς Apollon.<span class="title">Lex.</span> s.v. [[τέθηπα]].</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">relating to a partnership</b>, PStrassb. 116.10 (i A. D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[participial]], <b class="b3">ὄνομα, σύνταξις</b>, D.H.<span class="title">Amm.</span>2.12, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>84.23</span>, cf. <span class="bibl">Eust.32.33</span>, <span class="bibl">138.15</span>. Adv. -κῶς Apollon.<span class="title">Lex.</span> s.v. [[τέθηπα]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:15, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετοχικός Medium diacritics: μετοχικός Low diacritics: μετοχικός Capitals: ΜΕΤΟΧΙΚΟΣ
Transliteration A: metochikós Transliteration B: metochikos Transliteration C: metochikos Beta Code: metoxiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A relating to a partnership, PStrassb. 116.10 (i A. D.).    II participial, ὄνομα, σύνταξις, D.H.Amm.2.12, A.D.Synt.84.23, cf. Eust.32.33, 138.15. Adv. -κῶς Apollon.Lex. s.v. τέθηπα.

German (Pape)

[Seite 162] ή, όν, theilnehmend, τὸ μετοχικόν, das Participium, Gramm.; S. Emp. adv. gramm. 239.

Greek (Liddell-Scott)

μετοχικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος μετέχειν, Εἰρην. 1131C, Ψευδο-Διονύσ. 332Α. 2) ὁ εἰς μετοχὴν ἀνήκων, οὐκ ἔστι δὲ ὁ Ἀπόλλων μετοχικόν· ἐκλίνετο γὰρ ἂν Ἀπόλλοντος Εὐστ. 32. 33, 138. 15, Ἀπολλ. περὶ Ἀντων. 340C, Φώτ. καὶ λ. - Ἐπίρρ. μετοχικῶς, Ἀπολλωνίου Λεξικ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ μετοχικός, -ή, -όν) μετοχή
1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται μαζί με κάποιον άλλο, με συμμετοχή, ή αυτός που μπορεί να μετέχει
2. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετοχή
νεοελλ.
1. αυτός που εκφέρεται με μετοχήμετοχικός προσδιορισμός»)
2. (οικον.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετοχή ή στον μέτοχο μιας επιχείρησης («μετοχικό κεφάλαιο»)
3. φρ. φυσ. α) «μετοχική κίνηση» — η κίνηση ενός σώματος που συνδέεται με ένα κινούμενο σύστημα αναφοράς, το οποίο παρασύρει το σώμα κατά τη δική του κίνηση
β) «μετοχική ταχύτητα» — η ταχύτητα της μετοχικής κίνησης ενός σώματος, η οποία καθορίζεται από τη σχετική και την απόλυτη ταχύτητα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μετοχικόν
η μετοχή.
επίρρ...
μετοχικώς και μετοχικά (Α μετοχικῶς)
με μετοχικό τρόπο, με συμμετοχή.