πηκτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(32)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=piktikos
|Transliteration C=piktikos
|Beta Code=phktiko/s
|Beta Code=phktiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">freezing</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>6.1.3</span> : Comp., ib.<span class="bibl">5.14.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">coagulating, curdling</b>, γάλακτος Dsc.1.128.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[freezing]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>6.1.3</span> : Comp., ib.<span class="bibl">5.14.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">coagulating, curdling</b>, γάλακτος Dsc.1.128.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:30, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηκτικός Medium diacritics: πηκτικός Low diacritics: πηκτικός Capitals: ΠΗΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pēktikós Transliteration B: pēktikos Transliteration C: piktikos Beta Code: phktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A freezing, Thphr.CP6.1.3 : Comp., ib.5.14.3.    2 coagulating, curdling, γάλακτος Dsc.1.128.

German (Pape)

[Seite 609] zum Verdicken, Gerinnen, Gefrierenmachen gehörig, geschickt, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πηκτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων πῆξιν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 3.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πηκτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πηκτός
1. αυτός που επιφέρει πήξη με πάγωμα, με ψύξη
2. αυτός που προκαλεί πήξη ή που συντελεί στην πήξη, στο πήξιμο
νεοελλ.
1. (βιοχ.) χαρακτηρισμός οργανικών ουσιών οι οποίες αποτελούνται από γλυκίδια υψηλού μοριακού βάρους και συνδέονται με γαλακτάνες οι οποίες σχηματίζουν το κυτταρικό τοίχωμα της σάρκας και του περιβλήματος τών φυτικών σαρκωδών καρπών και με ενυδάτωση δίνουν γέλες
2. φρ. «πηκτικοί παράγοντες» — συστατικά του αίματος, τα οποία, όταν το αίμα διαφεύγει από τα αιμοφόρα αγγεία —και υπό παθολογικές συνθήκες και μέσα στα αγγεία— προκαλούν, δρώντας διαδοχικά, την πήξη του, συστατικά από τα οποία γνωστότερα είναι το ινωδογόνο, η προθρομβίνη και η αντιαιμοφιλική σφαιρίνη.