προσιτός: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
(nl)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prositos
|Transliteration C=prositos
|Beta Code=prosito/s
|Beta Code=prosito/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">approachable</b>, of places, <span class="bibl">Str.6.2.8</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.7.7</span>; <b class="b3">τὸ π. τοῦ τείχους</b> ib.<span class="bibl">3.7.8</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> of character, <b class="b3">ἦθος π</b>. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Phil.</span> 15</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[approachable]], of places, <span class="bibl">Str.6.2.8</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.7.7</span>; <b class="b3">τὸ π. τοῦ τείχους</b> ib.<span class="bibl">3.7.8</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> of character, <b class="b3">ἦθος π</b>. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Phil.</span> 15</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:15, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσῐτός Medium diacritics: προσιτός Low diacritics: προσιτός Capitals: ΠΡΟΣΙΤΟΣ
Transliteration A: prositós Transliteration B: prositos Transliteration C: prositos Beta Code: prosito/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A approachable, of places, Str.6.2.8, J.BJ3.7.7; τὸ π. τοῦ τείχους ib.3.7.8.    II of character, ἦθος π. Plu.Phil. 15.

German (Pape)

[Seite 767] adj. verb. zu πρόσειμι, zugänglich, Plut. Philop. 15.

Greek (Liddell-Scott)

προσῐτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, Πλουτ. Φιλοπ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
accessible.
Étymologie: πρόσειμι².

Greek Monolingual

-ή, -ό / προσιτός, -ή, -όν, ΝΑ
(για τόπο) αυτός που μπορεί κανείς να τον προσεγγίσει, να τον πλησιάσει (α. «προσιτή κορυφή» β. «προσιτή ακτή» γ. «οὔτε προσιτὸ εἶναι τὸν τόπον οὔθ' ὁρατόν», Στράβ.)
νεοελλ.
μτφ. α) αυτός που αποχτιέται εύκολα, φθηνός («προσιτά βιβλία»)
β) (για τιμή) χαμηλός («ρούχα και κοσμήματα σε τιμές προσιτές»)
αρχ.
(για χαρακτήρα) ήρεμος, πράος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσειμι, πρβλ. εἶμι: ἰτός].

Russian (Dvoretsky)

προσῐτός: доступный: τὸ ἦθος οὐδαμῇ προσιτόν Plut. неприступно-суровая нравственность, неподкупность.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσιτός -ή -όν [2. πρόσειμι] toegankelijk; ook overdr.. τὸ ἦθος ἐγγύθεν οὐδαμῇ προσιτόν totaal niet toegankelijk van karakter Plut. Phil. 15.9.