εἶδαρ: Difference between revisions
Μακρὸς γὰρ αἰὼν συμφορὰς πολλὰς ἔχει → Mala multa secum longa ferre aetas solet → Ein langes Leben bietet Leid in großer Zahl
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eidar | |Transliteration C=eidar | ||
|Beta Code=ei)=dar | |Beta Code=ei)=dar | ||
|Definition=ατος, τό, Ep. word, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ατος, τό, Ep. word, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[food]], <b class="b3">παρὰ δ' ἀμβρόσιον βάλεν εἶ</b>., of the horses of the gods, <span class="bibl">Il.5.369</span>, <span class="bibl">13.35</span>; <b class="b3">εἴδατα πόλλ' ἐπιθεῖσα</b>, on the table, <span class="bibl">Od.1.140</span>, <span class="bibl">4.56</span>, etc.; <b class="b3">ἄνθινον εἶ</b>., of the Lotophagi, <span class="bibl">9.84</span>; <b class="b3">μελίσσης ἄνθιμον εἶ</b>., of honey-cakes, <span class="bibl">Orph.<span class="title">L.</span>735</span>, cf. <span class="bibl">Theoc.15.115</span>. (<b class="b3">ἔδϝαρ</b>, cf. <b class="b3">ἔδαρ, ἔδω</b>.)</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:25, 29 June 2020
English (LSJ)
ατος, τό, Ep. word,
A food, παρὰ δ' ἀμβρόσιον βάλεν εἶ., of the horses of the gods, Il.5.369, 13.35; εἴδατα πόλλ' ἐπιθεῖσα, on the table, Od.1.140, 4.56, etc.; ἄνθινον εἶ., of the Lotophagi, 9.84; μελίσσης ἄνθιμον εἶ., of honey-cakes, Orph.L.735, cf. Theoc.15.115. (ἔδϝαρ, cf. ἔδαρ, ἔδω.)
German (Pape)
[Seite 723] ατος, τό (ἔδω), das Essen, die Speise; εἴδατα πόλλ' ἐπιθεῖσα, Hom.; ἄνθινον εἶδαρ ἔδουσιν Od. 9, 84; sp. D., wie Theocr. 15, 115; Futter für die Thiere, Il. 5, 389; Lockspeise, Köder für die Fische, Od. 12, 252, wie Apollnds. 23 (VII, 702).
Greek (Liddell-Scott)
εἶδαρ: -ατος, τό: (ἔδω, ὡς εἰ ἦν ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἔδαρ): - Ἐπ. λέξ., τροφή, παρὰ δ’ ἀμβρόσιον βάλεν εἶδαρ, ἐπὶ τῶν ἵππων τῶν θεῶν, Ἰλ. Ε. 369., Ν. 35· εἴδατα πόλλ’ ἐπιθεῖσα, ἐπὶ τῆς τραπέζης, Ὀδ. Α. 140., Δ. 56, κτλ.· ἄνθινον εἶδαρ, τῶν λωτοφάγων, Ὀδ. Ι. 84· μελίσσης ἄνθιμον εἶδαρ, μελίκηρον, «κηρήθρα», Ὀρφ. Λ. 729, πρβλ. Θεόκρ. 15. 115.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
nourriture.
Étymologie: ἔδω.
Spanish (DGE)
-ατος, τό
• Alolema(s): ἔδαρ Hsch.
1 alimento, comida εἴδατα πόλλ' ἐπιθεῖσα colocando encima abundantes alimentos, Od.1.140, 4.56, cf. Lyc.1250, παρὰ δ' ἀμβρόσιον βάλεν εἶ. para caballos divinos Il.5.369, 13.35, ἄνθινον εἶ. ἔδουσιν comen alimento procedente de flores de los lotófagos Od.9.84, εἴδατα καὶ μέθυ A.R.1.456, ἐκ δίης ἠέρος εἶ. ἔδων ref. a las gotas de rocío, Call.Fr.1.34, εἶ. ... ἀγκίστρου φόνιον del cebo AP 7.702 (Apollonid.), μελίσσης ἄνθιμον εἶ. Orph.L.735, εἶ. ἐγὼ μερόπεσσι καὶ οὐ πόμα μοῦνον ὀπάσσω del fruto de la vid, Nonn.D.12.211, αἰθέρος ἄφθιτον εἶ. del maná, Nonn.Par.Eu.Io.6.31, op. ποτόν Nonn.Par.Eu.Io.4.34, εἶ. ὀλέθρου de la esponja empapada en vinagre ofrecida a Cristo en la cruz AP 15.28 (Anastasius Traulus)
•en reserva provisiones, víveres πολλὰ γὰρ ἐν Πριάμοιο ... μελάθροις εἴδατα κεῖται Q.S.10.22
•implicando elaboración pasteles, golosinas hechos con harina Theoc.15.115, utilizados como cebo, Opp.H.3.462, cf. 484.
2 acción de comer, ingestión c. gen. εἴδατι ... σελίνοιο AP 7.621.
• Etimología: De ἐδϝαρ < *ed- (cf. ἔδω, ἐσθίω) c. suf. *-u̯r̥.
Greek Monolingual
εἶδαρ, το (Α)
τροφή, φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. αντί του έδ-Fαρ < έδω
πρβλ. «έδαρ- βρώμα» (Ησύχ.). Η λ. εμφανίζει επίθημα -wr (πρβλ. αρχ. ινδ. vy-ad-vara- «αδηφάγος»)].
Greek Monotonic
εἶδαρ: -ατος, τό (ἔδω), τροφή· χόρτο, σανό, λέγεται για άλογα, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
εἶδαρ: ᾰτος τό
1) еда, пища, pl. кушанья, яства Hom., Theocr.;
2) корм (sc. ἵππων Hom.);
3) приманка (ἰχθύσι εἴδατα βάλλειν Hom.).
Frisk Etymological English
See also: s. ἔδω.
Middle Liddell
εἶδαρ, τό, [ἔδω]
food, and of horses, fodder, Hom.