ἀρτιπαγής: Difference between revisions
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=artipagis | |Transliteration C=artipagis | ||
|Beta Code=a)rtipagh/s | |Beta Code=a)rtipagh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">just put together</b> or | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">just put together</b> or [[made]], στάλικες <span class="bibl">Theoc.<span class="title">Ep.</span>3</span>; ναῦς <span class="title">AP</span>9.32; σκῆνος <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>4.6c</span>a. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">freshly coagulated</b>, ἁλὶ τυρός <span class="title">AP</span>9.412 (Phld.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:00, 29 June 2020
English (LSJ)
ές,
A just put together or made, στάλικες Theoc.Ep.3; ναῦς AP9.32; σκῆνος Them.Or.4.6ca. II freshly coagulated, ἁλὶ τυρός AP9.412 (Phld.).
German (Pape)
[Seite 362] ές, 1) eben befestigt, στάλικες Theocr. ep. 3 (IX, 338); eben zusammengefügt, neugebaut, ναῦς, Ep. ad. 434 (IX, 32). – 2) frisch geronnen, τυρός Long.; ἁλίτυρος Philod. 80 (IX, 412).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτιπᾰγής: -ές, ὁ ἄρτι παγείς, στερεωθείς, κατασκευασθεὶς στάλικες Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3· ναῦς Ἀνθ. Π. 9. 32. ΙΙ. ἐπὶ τυροῦ, ὁ ἄρτι πεπηγώς, ὅστις «ἔπηξε» πρὸ ὀλίγου, Λατ. recens coactus, ἁλίτῡρος Ἀνθ. Π. 9. 412.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 nouvellement planté;
2 récemment construit;
3 nouvellement caillé, frais.
Étymologie: ἄρτι, πήγνυμι.
Spanish (DGE)
(ἀρτῐπᾰγής) -ές
1 recién armado o montado στόλικες de las estacas para montar redes de caza, Theoc.Ep.3, cf. Nonn.D.40.458, σκῆνος Them.Or.4.60a, ναῦς AP 9.32.
2 recién cuajado τυρός AP 9.412 (Phld.), Longus 4.14.1.
Greek Monolingual
ἀρτιπαγής, -ές (Α)
1. αυτός που στερεώθηκε πριν από λίγο, ο μόλις τοποθετημένος
2. (για τυρί) αυτό που μόλις έπηξε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -παγής < πήγνυμι (πρβλ. απαγής, συμπαγής)].
Greek Monotonic
ἀρτιπᾰγής: -ές (πήγνυμι),
I. αυτός που τοποθετείται ή κατασκευάζεται, στερεώνεται ακριβώς, σε Θεόκρ., Ανθ.
II. αυτός που έχει υποστεί πήξιμο πριν από λίγο, φρεσκοπηγμένος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτιπᾰγής:
1) недавно построенный (ναῦς Anth.);
2) недавно воткнутый (στάλικες Theocr.);
3) недавно свернувшийся, т. е. свежий (ἁλίτυρος Anth.).
Middle Liddell
πήγνυμι
I. just put together or made, Theocr., Anth.
II. freshly coagulated, Anth.