ἐπαρχικός: Difference between revisions
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
(1ab) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eparchikos | |Transliteration C=eparchikos | ||
|Beta Code=e)parxiko/s | |Beta Code=e)parxiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">for an</b> <b class="b3">ἔπαρχος, ἐ. ἐξουσία</b> the office of <b class="b2">praefectus urbi</b>, <span class="bibl">D.C.75.14</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b3">ἐπαρχικοί, οἱ,</b> [[provincials]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cic.</span>36</span>, <span class="title">IG</span>22.1121.33 (iv A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:20, 29 June 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for an ἔπαρχος, ἐ. ἐξουσία the office of praefectus urbi, D.C.75.14. II ἐπαρχικοί, οἱ, provincials, Plu.Cic.36, IG22.1121.33 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 905] ή, όν, die Provinz betreffend, Plut. Cic. 36; ἐξουσία, die Macht des Präfekten, D. Cass. 75, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαρχικός: -ή, -όν, ὁ, ἀνήκων εἰς ἔπαρχον, ὁ τοῦ ἐπάρχου, ἐπ. ἐξουσία, τὸ ἀξίωμα τοῦ Praefectus Urbis, Δίων Κάσ. 75. 14. ΙΙ. ἀνήκων εἰς ἐπαρχίαν, ἐπαρχιακός, Πλουτ. Κικ. 36, Συλλ. Ἐπιγρ. 356.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la province, provincial.
Étymologie: ἔπαρχος.
Greek Monolingual
ἐπαρχικός, -ή, -όν (Α) έπαρχος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έπαρχο («επαρχική εξουσία»)
2. αυτός που ζει, κατοικεί στην επαρχία («δείπνων δὲ τοὺς ἐπαρχικοὺς ἀνῆκεν», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ἐπαρχικός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στην επαρχία, επαρχιακός, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαρχικός: областной, провинциальный Plut.
Middle Liddell
ἐπαρχικός, ή, όν
provincial, Plut. [from ἔπαρχος